Κείμενο – εισήγηση στη συζήτηση που οργάνωση ο «Πλατύπους» στις 17 Δεκέμβρη 2013, με θέμα «Μαρξισμός και Αναρχισμός: ριζοσπαστική ιδεολογία σήμερα».
Μαρξισμός vs αναρχισμός
Η συζήτηση αυτή στην πραγματικότητα είναι μία διαμάχη, ένα debate – και καλά κάνει, γιατί έτσι μόνο προχωρά η θεωρία, μέσω συγκρούσεων. Ως μαρξιστής βέβαια πιστεύω ότι μία τέτοια αντιπαράθεση μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού, που είναι πολύ χρήσιμη στο επίπεδο της θεωρία, θα ήταν μάλλον άγονη και άχρηστη στο πλαίσιο μίας κινηματικής, συνδικαλιστικής ή πολιτικής διαδικασίας, γιατί για το μαρξισμό η θεωρία, η ιδεολογία, η πολιτική ή ο συνδικαλισμός είναι πολύ διαφορετικά πράγματα. Για να προκαταβάλλουμε κάπως τη θέση μας, ο αναρχισμός ωστόσο, μέσα από τον ολιστικό τρόπο που θέλει να κοιτάζει τα πράγματα, δεν συμμερίζεται συνήθως αυτές τις διακρίσεις.
Το ερώτημα σε αυτό το debate λοιπόν είναι χοντρικά ποια ριζοσπαστική ιδεολογία είναι καλύτερη, δηλαδή ποια μας δείχνει καλύτερα πώς να δράσουμε, αντιστοιχεί στις σύγχρονες μορφές οργάνωσης κοκ, ο μαρξισμός ή ο αναρχισμός.
Η αβίαστη απάντηση σε αυτό είναι αυτονόητη: μα και βέβαια ο αναρχισμός. Θα βρεθεί με ευκολία κάποιος ή κάποια ανάμεσα μας που θα πει ότι όλα αυτά που αντιστοιχίζουμε στο μαρξισμό ως ιδεολογία (σταχυολογώ από το κείμενο), η κάθετη ιεραρχική δομή των επαναστατικών οργανώσεων με σκοπό την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και τη διαχείρισή της από τα πάνω, ή ακόμα χειρότερα η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους με σκοπό τη διαχείριση του καπιταλισμού, είναι καλύτερα ως ιδεολογικά μοτίβα από την αντιιεραρχική δομή κι οργάνωση, την άμεση δημοκρατία, την αμφισβήτηση κάθε εξουσίας (κι άρα την αποχή από την άσκησή της) κοκ;
Ο μαρξισμός ως πεδίο αντιφάσεων
Ο μαρξισμός λοιπόν, μπορεί να είναι μία εξαιρετικά καλή θεωρία για πώς λειτουργεί το κεφάλαιο και μία επίσης καλή θεωρία για το πώς λειτουργεί το αστικό κράτος, αλλά είναι μία μάλλον κακή ιδεολογία. Παρά τις περί αντιθέτου φήμες, για παράδειγμα, δεν έχει πει σχεδόν λέξη για την κομμουνιστική ή αταξική κοινωνία την οποία υποτίθεται ότι ευαγγελίζεται. Όλοι οι γνωστοί και άγνωστοι διανοητές του μαρξισμού, όπως και το συλλογικό θεωρητικό έργο των φορέων του, μιλούν σχεδόν αποκλειστικά για τα συγκεκριμένα ζητήματα που θέτει η ταξική πάλη σε αυτήν εδώ την κοινωνία – ή οριακά σε κάποιες στιγμές του 20ου αιώνα στα ζητήματα των υπαρκτών κοινωνιών που επιδίωκαν κάποιου τύπου σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Θα πρέπει να ψάξεις πολύ στα κείμενα του Μαρξ, του Λένιν, του Γκράμσι ή του Αλτουσέρ για να βρεις κάποιες σκόρπιες συνθηματολογικές αναφορές στον «άλλο κόσμο» που έρχεται. Σε αντίθεση με τις άλλες ριζοσπαστικές ιδεολογίες, όπως ο αναρχισμός ή πιο πρόσφατα η πράσινη ιδεολογία, ο μαρξισμός δεν στηρίχτηκε ποτέ ιδεολογικά στο όραμα μίας άλλης κοινωνίας, δεν επένδυσε σε περιγραφές μίας κοινωνίας «συνεταιρισμένων παραγωγών» και «ελεύθερων πολιτών», αλλά έμεινε πιστός στο καθήκον του που ήταν πάντα η «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» και σνόμπαρε από το 19ο αιώνα τις διάφορες «συνταγές για το μέλλον» που διακινούσαν από τότε διάφοροι φιλόσοφοι της μόδας.
Στο παιχνίδι όμως των ιδεολογικών ανταγωνισμών αυτό είναι ένα σοβαρό μειονέκτημα. Η σφαίρα της ιδεολογίας δεν «χωνεύει» εύκολα αναλύσεις για την κρίση υπερσυσσώρευσης ή τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους· προτιμά εύπεπτες, συνεκτικές και βολικές αφηγήσεις που δείχνουν χωρίς πολλά – πολλά ένα δρόμο προς ένα «καλύτερο αύριο». Ο μαρξισμός λοιπόν είναι πολύ περίπλοκος για να είναι μία καλή ιδεολογία (θυμηθείτε εδώ τι είπε ο Χίτλερ).
Από εδώ φτάνουμε στο δεύτερο μεγάλο του ιδεολογικό μειονέκτημα: όσο πιο αναλυτικός και περίπλοκος γίνεται ως θεωρία, όσο διευρύνει το θεωρητικό του αντικείμενο σε όλο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, τόσο αναγκάζεται να σωρεύει αντιφάσεις. Να πούμε ένα-δυο απλοϊκά παραδείγματα. Η ταξική ματιά του μαρξισμού τον οδήγησε από τον 19ο αιώνα –έναν αιώνα εθνικής συγκρότησης και εθνικιστικών κινημάτων με πολλές φορές προοδευτικό πρόσημο- σε έναν ακραίο για την εποχή διεθνισμό, ο οποίος αποτελεί από τότε μία από τις βασικότερες ιδεολογικές αξίες του μαρξισμού. Από την άλλη, η ανάλυση του ιμπεριαλιστικού σταδίου και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης τον 20ο αιώνα, οδήγησε το μαρξισμό στο να στηρίξει με πάθος μία σειρά από πατριωτικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Για το μαρξισμό και το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και το «λευτεριά στην Παλαιστίνη» είναι απολύτως σωστά· είναι σαφές όμως ότι με αυτές τις αντιφάσεις δεν μπορείς να κάνεις εύκολα ιδεολογία.
Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ερώτηση 6 που θέτει το σκεπτικό: παλεύουμε για περισσότερο ή για λιγότερο κράτος; Ο μαρξισμός προσπάθησε πολύ για να κατανοήσει και να αναδείξει το ταξικό περιεχόμενο του αστικού κράτους και των μηχανισμών του, κατασταλτικών και ιδεολογικών. Να πείσει το εργατικό κίνημα ότι οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι ουδέτερα εργαλεία που μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή ή την άλλη κατεύθυνση, σε ένα ουδέτερο «γήπεδο» ή ακόμα χειρότερα έναν αντικειμενικό «διαιτητή» της ταξικής πάλης, αλλά για μηχανισμούς ελέγχου και καταστολής των εκμεταλλευόμενων τάξεων, αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και τελικά διαιώνισης των κυρίαρχων εκμεταλλευτικών σχέσεων. Από τις εξεγέρσεις ήδη του 19ου αιώνα, τόλμησε να αμφισβητήσει την καθολικότητα και την ταξική ουδετερότητα της αστικής δημοκρατίας, αντιπαραβάλλοντας την «κοινωνική δημοκρατία». Ιδιαίτερα από την εμπειρία της Κομμούνας και μετά διακήρυξε με σιγουριά ότι σκοπός του εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να είναι η συντριβή του αστικού αυτού κράτους και –πράγματι- από τότε έδωσε και δίνει μάχες σε κάθε επίπεδο, οικονομικό, πολιτικό ή ιδεολογικό απέναντι σε αυτό το κράτος.
Από την άλλη πλευρά, αναγνώριζε πάντα τις ρωγμές που άφηνε η κυρίαρχη ταξική συμμαχία, εκμεταλλευόταν τους χώρους ελευθερίας, τους δημοκρατικούς θεσμούς, τα πολιτικά δικαιώματα και πάλευε για τη διεύρυνση τους, ως αναγκαία εργαλεία στην ταξική πάλη. Πάλεψε ακόμα για την αύξηση του κοινωνικού μισθού, μέσα από τη διεκδίκηση από το αστικό κράτος παροχών για την υγεία, την εκπαίδευση και την πρόνοια των φτωχών και εργαζόμενων τάξεων. Η πάλη αυτή κρατά από την εποχή των Poor Laws στην Αγγλία, για να κορυφωθεί στα μέσα του 20ου αιώνα, μέσα από τη γιγάντωση του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους». Κατανοούμε βέβαια ότι όλες αυτές οι παροχές έχουν μία αμφίσημη σχέση με την προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης· πολύ σχηματικά, από τη μία μπορεί να ενσωματώνουν τις εργατικές τάξεις των πλούσιων κρατών, να αμβλύνουν την ταξική αντιπαράθεση και να οχυρώνουν τις αστικές θέσεις, από την άλλη μπορεί να συντελούν στην αυτοοργάνωση και ταξική αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης, να κρατούν όρθια την κοινωνία και να την εκπαιδεύουν στην πάλη και τη διεκδίκηση, ή ακόμα να μειώνουν τα περιθώρια κέρδους οξύνοντας τις καπιταλιστικές κρίσεις. Ποια από τις δύο τάσεις κατισχύει σε κάθε συγκυρία, καθορίζεται –όπως πάντα- από έναν εξαιρετικά περίπλοκο συσχετισμό δυνάμεων.
Είναι όμως σαφές για το μαρξισμό ότι η αστική τάξη, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεις όπως σήμερα, θέλει να πάρει πίσω αυτόν τον κοινωνικό μισθό, να συρρικνώσει το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας», αλλά και να περιορίσει το πολιτικό κράτος, αφαιρώντας έτσι θέσεις μάχης από τις αντίπαλες τάξεις και οχυρώνοντας τις δικές της. Ταυτόχρονα επιδιώκει να διογκώσει το κράτος της καταστολής. Για το μαρξισμό, σωστό στην ταξική πάλη είναι αυτό που ευθυγραμμίζεται με τη βασικότερη αντίθεση της κάθε στιγμής, σε κάθε τόπο και σε κάθε πεδίο (θυμηθείτε: «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»). Όσο λοιπόν και να αμφισβητούμε το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο του «κοινωνικού συμβολαίου» και του κοινωνικού κράτους, όταν σήμερα ο κοινωνικός ανταγωνισμός επικεντρώνεται γύρω από την κατεδάφισή του και τις πολιτικές λιτότητας, όταν οι αστικές τάξεις παίζουν σχεδόν τα ρέστα τους σε αυτή την κατεύθυνση, ο μαρξισμός δεν μπορεί παρά να διακηρύξει ευθαρσώς ότι ναι, αγωνιζόμαστε για περισσότερο κράτος, για περισσότερα δηλαδή σχολεία –τα οποία ξέρουμε ότι είναι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, για περισσότερα νοσοκομεία –τα οποία ξέρουμε πώς αντιμετωπίζουν το ανθρώπινο σώμα ως εργαλείο παραγωγής, για περισσότερη αστική, κοινοβουλευτική δημοκρατία –όταν αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στις κυρίαρχες πολιτικές, ακόμα και για την κρατική τηλεόραση αν χρειαστεί. Κι αυτό ακριβώς γιατί είμαστε ενάντια στο αστικό κράτος και την αστική τάξη.
Κατανοούμε βέβαια ξανά ότι με τέτοιες αντιφάσεις, κανείς δεν μπορεί να σε πάρει σοβαρά ως ιδεολόγο. Αυτές οι αντιφάσεις είναι όμως όχι μόνο τα αναπόφευκτα αποτελέσματα μίας θεωρίας που συνεχώς θέλει να αναπτύσσεται, αλλά και αναγκαία συνθήκη για να συνεχίσει να το κάνει. Από μία πιο ας πούμε επιστημολογική άποψη, οι αντιφάσεις αυτές αποτελούν τα συμπτώματα της δύσκολης σχέσης της θεωρίας με την εξωτερική πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει – αυτή ακριβώς η σχέση και οι αντιφάσεις που την εκφράζουν αποτελούν όμως την κινητήρια δύναμη για τη διαρκή κίνηση της θεωρίας – εδώ του μαρξισμού. Οι αντιφάσεις μας είναι μόνο ό,τι πολυτιμότερο έχουμε – ή καλύτερα είναι το μόνο που έχουμε, αν καταλήξουμε στο γνωστό ορισμό του μαρξισμού ως ένα πεδίο αντιθέσεων.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν πιστεύουμε ότι ο μαρξισμός είναι μία κακή ιδεολογία, ακριβώς γιατί είναι μια καλή θεωρία για τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος και αυτές οι δύο δουλειές δύσκολα συνδυάζονται. Ο αναρχισμός αντίθετα, χωρίς να μπορούμε να εντρυφήσουμε, έχει μία σειρά πολύ καλών ιδεολογικών χαρακτηριστικών: τείνει να καταθέτει συνεκτικές και ελκυστικές αφηγήσεις, αποφεύγει τις αντιφάσεις και προτιμά τις καθαρές και σαφείς λύσεις: αν είσαι ενάντια στο κράτος, δεν μπορείς να διεκδικείς περισσότερο από αυτό. Σε αντίθεση με το μαρξισμό, μερικοί από τους πιο σημαντικούς αναρχικούς θεωρητικούς –να πάρω ως παράδειγμα τον Μπούκτσιν- έχουν επιμείνει ιδιαίτερα στην επίκληση του οράματος μίας μελλοντικής ελεύθερης κοινωνίας συνεταιρισμένων παραγωγών, την οποία κάποιες φορές τείνουν να περιγράφουν με εξαντλητικό τρόπο. Εκείνο που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι ότι προσπαθώντας να ανιχνεύουν το πώς η κοινωνία αυτή θα πηγάσει μέσα από την άρνηση της σημερινής (είναι αξιοσημείωτη η πίστη τους στη χεγγελιανή ορολογία), ψάχνουν να βρουν τις πανανθρώπινες εκείνες αξίες που βρίσκονται σε μία λανθάνουσα κατάσταση στη σημερινή κοινωνία και περιμένουν να ξεδιπλωθούν (αξίζει εδώ να αναφέρουμε τον Κροπότκιν). Κι ακόμα κι αν δεν μπορούμε να περιμένουμε τον άλλο κόσμο, οι δομές που οραματιζόμαστε μπορούν και πρέπει να εφαρμοστούν ήδη σε αυτόν, μέσα στο κίνημα αλλά ακόμα και μέσα στην παραγωγή. Όλες αυτές οι πρακτικές είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές στο ιδεολογικό παιχνίδι και έχουν πολλά χρήσιμα να συνεισφέρουν στη συζήτηση περί των κινηματικών δομών ή της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, καθόλου αμελητέα θέματα. Πλην όμως λίγα έχουν να προσφέρουν στη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»· λίγα πράγματα θυμόμαστε να έχει πει ο αναρχισμός για το πώς δουλεύει το κεφάλαιο, πώς παράγονται οι κρίσεις ή πώς λειτουργούν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί. Ο αναρχισμός λοιπόν είναι μία καλή ιδεολογία ακριβώς γιατί είναι μία μέτρια θεωρία.
Η τάξη ως «σημείο διαρραφής»
Ας δούμε λίγο πιο βαθειά τα μειονεκτήματα του μαρξισμού, πιάνοντας το άλλο πολύ ενδιαφέρον ερώτημα που θέτει το σκεπτικό της εκδήλωσης: ποια είναι η πυρηνική «αξία», το σημείο διαρραφής, το σημείο δηλαδή που δίνει νόημα σε όλα τα άλλα σε μία ριζοσπαστική ιδεολογία. Προτείνει τρεις έννοιες: την «ελευθερία», τη «δημοκρατία» και την «εργατική τάξη».
Η «ελευθερία» όμως αποτελεί ταυτόχρονα το σημείο διαρραφής της άλλης μεγάλης και κυρίαρχης ιδεολογίας του «φιλελευθερισμού». Οι ριζοσπάστες ιδεολόγοι απαντούν συνήθως ότι η ελευθερία του φιλελευθερισμού είναι μία πλαστή ελευθερία, που αφορά μόνο το κεφάλαιο και καταπατά στην πράξη τις ελευθερίες των ανθρώπων. Ο μαρξισμός βέβαια έχει δείξει πως μία ελεύθερη σύμπραξη υποκειμένων μετασχηματίζεται σε μία σχέση εκμετάλλευσης, χωρίς όμως να αναιρείται η νομική –κι άρα κατ’ εξοχήν ιδεολογική- συνθήκη της ελεύθερης σύμβασης μεταξύ υποκειμένων. Ακριβώς για αυτό, η ελευθερία παραμένει ιδεολογικά με την πλευρά του φιλελευθερισμού και άρα, σε τελευταία ανάλυση, με την πλευρά της κυρίαρχης τάξης. Χρησιμοποιείται περιστασιακά από τις κυριαρχούμενες τάξεις (η κυρίαρχη τακτική στο πεδίο της ιδεολογικής πάλης είναι ακριβώς η υπεράσπιση των κομβικών αξιών της απέναντι πλευράς), αλλά δεν έχει αποτελέσει ποτέ το σύμβολο της εδώ πλευράς.
Η «δημοκρατία» αποτέλεσε επίσης συχνά – άλλα όχι πάντα – κομβική αξία για την κυρίαρχη τάξη. Ιδιαίτερα στις σύγχρονες, αστικές δημοκρατίες, ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί τον κεντρικό ίσως ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, η επίκληση του δημοκρατικού πολιτεύματος και του δικαιώματος ψήφου αποτελεί το ύψιστο ιδεολογικό όπλο ενάντια σε κάθε αμφισβήτηση της αστικής κοινωνίας, ενώ η προστασία αυτού ακριβώς του πολιτεύματος αποτελεί το άλλοθι της κρατικής βίας και καταστολής. Η ίδια έννοια ωστόσο, με τη μορφή της «άμεσης δημοκρατίας», υιοθετήθηκε πρόσφατα από τον αναρχισμό και άλλες τάσεις του κινήματος, ως το κατ’ εξοχήν επίδικο του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Ο μαρξισμός είναι αλήθεια, παρά τις μάχες που έχει δώσει κατά καιρούς, δεν τα πάει και πολύ καλά με αυτή την έννοια. Ο λόγος είναι πολύ βαθύς: για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ, η «μέθοδός» του λέει, δεν ξεκινά από τον «άνθρωπο», αλλά από την «ιστορικά δοσμένη περίοδο της κοινωνικής ζωής», από τον κοινωνικό σχηματισμό δηλαδή ως ένα σύμπλοκο αντιθετικών κοινωνικών σχέσεων. Ο μαρξισμός δεν είναι ανθρωπισμός – δεν έχει στον πυρήνα του τον «Άνθρωπο» ως μία ανιστορική ενότητα, αλλά τη σχέση. Η δημοκρατία αντίθετα, σε οποιαδήποτε μορφή της, ως αστική ή ως άμεση, είναι πάντα μία σχέση μεταξύ ατομικών υποκειμένων, μεταξύ ανθρώπων, η οποία εμφανίζονται ως ίσοι ανεξάρτητα από τις κοινωνικές σχέσεις στις οποίες υπάγονται. Για αυτό κι ο αντίλογος της εργατικής τάξης στα αστικά ιδεολογήματα περί δημοκρατίας, από την εποχή ήδη της Κομμούνας, ήταν η πάλη για «κοινωνική δημοκρατία», για μία δημοκρατία σχέσεων μπορούμε πούμε, που δεν θα βασίζεται στην προϋπόθεση μίας ανύπαρκτης ισότητας, αλλά στην ύπαρξη των πραγματικών ανισοτήτων και αντιθέσεων.
Η «εργατική τάξη» τέλος, ως υποψήφια κομβική αξία, αφορά προφανώς το μαρξισμό. Ως σημείο διαρραφής όμως είναι πολύ ανάπηρο: δεν ενώνει, διασπά. Δεν μπορεί να απορροφήσει εύκολα άλλες χρήσιμες έννοιες στην ιδεολογική – ταξική πάλη, όπως οι παραπάνω, η πατρίδα, ο λαός κοκ. Η πίστη στην «εργατική τάξη» δεν αποτελεί μία καλή στρατηγική για να γίνει κάποιος ηγεμονικός – για αυτό και οι μαρξιστικές οργανώσεις είχαν πολύ συχνά την τάση να την υποκαθιστούν με το λαό, το έθνος, την πατρίδα, τη συμμαχία με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τη δημοκρατία κοκ (βλ εδώ το θέμα των ρήξεων εντός του μαρξισμού).
Αν όμως ο μαρξισμός, πάνω και πέρα από όλες τις ρήξεις του, έχει μία κεντρική έννοια, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η «τάξη», ή ορθότερα η “ταξική πάλη”, αφού μόνο μέσω αυτής ορίζεται κι η τάξη ως τέτοια. Αυτό προσέφερε στη θεωρία, στην ιστορία, στην πολιτική, στην ιδεολογία. Αυτό προσέφερε ακόμα περισσότερο στην ίδια την εργατική τάξη, ένα εργαλείο ανάλυσης της ταξικής λειτουργίας της αστικής κοινωνίας, με μία φράση το πώς μία ελεύθερη σύμβαση μεταξύ δύο ελεύθερων ατομικών υποκειμένων μετασχηματίζεται σε μία ταξική σχέση εκμετάλλευσης, πάνω στην οποία ορθώνεται μετά όλο το πλέγμα των περίπλοκων κοινωνικών σχέσεων.
Αυτό ακριβώς είναι το πυρηνικό μειονέκτημα του μαρξισμού ως ιδεολογία: στηρίζεται σε μία πυρηνική έννοια, ένα σημείο διαρραφής το οποίο αντί να παγιώνει, να σταθεροποιεί τις ιδεολογικές σχέσεις, να συνδέει τα πάντα μαζί του αλλάζοντας το όνομά τους, αυτό συνέχεια διασπά, κινητοποιεί, αναποδογυρίζει , “ταρακουνάει τα πράγματα”. Ο Θεός, το Έθνος, ο Άνθρωπος είναι αιώνια και σταθερή, πάνω-κάτω το ίδιο παντού και πάντα για έναν Χριστιανό, για έναν πατριώτη ή για ένα φιλελεύθερο αντίστοιχα. Ή, για να το προχωρήσουμε στα πιο κοντινά μας παραδείγματα, η Δημοκρατία (ιδιαίτερα η άμεση δημοκρατία των ατομικών υποκειμένων), η Ελευθερία, ή η μελλοντική ουτοπία μιας κοινωνίας συνεργαζόμενων παραγωγών, ή κολλεκτίβων κοκ, που θα παράγουν με αυτόν τον πράσινο τρόπο και θα αυτοοργανώνονται με αυτή την αμεσοδημοκρατική διαδικασία, είναι λίγο-πολύ σταθερές αξίες στο ιδεολογικό σύμπαν πολλών ριζοσπαστικών τάσεων, αναρχικών και μη. Όμως, οι “αξίες” της ταξικής πάλης, τα επίδικα, τα αιτήματα, οι μορφές οργάνωσης της, το συνδικάτο, η απεργία, η κατάληψη, ο μισθός, το ωράριο κοκ, ακόμα κι η μορφή ιδιοκτησίας ή ελέγχου των μέσων παραγωγής δεν είναι ποτέ ίδια, αλλάζουν από τόπο σε τόπο, από ώρα σε ώρα, ή ακόμα από διαδικασία σε διαδικασία. Οι αξίες της ταξικής πάλης, η ίδια η ταξική πάλη δεν είναι καλό σημείο διαρραφής για να στηρίξεις πάνω του μία ιδεολογία.
Η ιδεολογική ηγεμονία του μαρξισμού
Αν ισχύουν τα παραπάνω έστω και λίγο, έχουμε να λύσουμε ένα παράδοξο: πώς μία ιδεολογία τόσο ανάπηρη καταφέρνει να συγκινεί και να κινεί εκατομμύρια ανθρώπους εδώ και 150 χρόνια, σχεδόν αδιάκοπα; Γιατί σε όλες τις ιστορικές διαδικασίες κοινωνικού και ιδιαίτερα επαναστατικού μετασχηματισμού των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής και εξουσίας, στο Παρίσι του 1871 ή του 1968, τη Ρωσία του ’17, την Ισπανία του ’36, την Ελλάδα του ’44, τη Χιλή του 1970, τη Νικαράγουα του ’80 ή ακόμα τη Βενεζούελα του σήμερα, στα αντιαποικιοκρατικά κινήματα ή στις οργανώσεις των δυτικών εργατικών τάξεων στις εποχές των μεγάλων κρίσεων, ο μαρξισμός με αυτή ή την άλλη μορφή τείνει πάντα να ηγεμονεύει – ακόμα και αν είναι για να τα κάνει θάλασσα;
Μία διαδεδομένη απάντηση – η οποία προέρχεται συχνά από την πλευρά του αναρχισμού – είναι ότι ο μαρξισμός κυριαρχεί εξαιτίας της σκληρής, ιεραρχικής ή επαγγελματικής δομής των οργανώσεών του, ή ακόμα και μέσα από τη βία ενάντια στις άλλες τάσεις. Η απάντηση αυτή ιστορικά είναι λάθος – ο αναρχισμός, η σοσιαλδημοκρατία και οι άλλες τάσεις του κινήματος έχουν υιοθετήσει ιστορικά πολλές φορές δομές σαφώς πιο ιεραρχικές, επαγγελματικές ή βίαιες.
Μία πιο εκλεπτυσμένη και ιστορικοποιημένη εκδοχή της παραπάνω κριτικής θέλει το μαρξισμό κυρίαρχο την εποχή του –ας πούμε- βιομηχανικού καπιταλισμού, οπότε κι η κάθετη δομή των οργανώσεων και των αντιλήψεών του αντιστοιχούσε την κάθετη δομή της παραγωγής ή της εργατικής τάξης. Σήμερα αντίθετα, η κυρίαρχη της άυλης παραγωγής και οι ανατροπές στην οργάνωσή της, έχουν αντικαταστήσει την τάξη από το πλήθος, αφήνοντας έτσι πίσω και την κυριαρχία του μαρξισμού. Η αντιπαραβολή των πλατειών με τα συνδικάτα και τις απεργίες, ή των ανοιχτών, μη-θεσμοθετημένων ανοιχτών συνελευσιακών δομών με τις παραδοσιακές δομές του εργατικού κινήματος – για να έρθουμε τέλος και στο δεύτερο ερώτημα, φλερτάρει συχνά με μία τέτοια κριτική θεώρηση.
Χωρίς να μπορούμε να μπούμε τώρα σε αυτή τη συζήτηση, σημειώνουμε ότι –από ειρωνία της ιστορίας- μία τέτοια κριτική συγγενεύει επικίνδυνα με τις χειρότερες οικονομίστικες τάσεις του μαρξισμού· το να θεωρείς ότι μία (υποτιθέμενη πολλές φορές) αλλαγή στις παραγωγικές δυνάμεις είναι αρκετή από μόνη της για να ανατρέψει τις παραγωγικές σχέσεις, έρχεται σε ρήξη με την πιο σημαντική συνεισφορά του μαρξισμού στη ριζοσπαστική θεωρία: ό,τι αυτό που μετρά είναι η ταξική πάλη, ότι οι σχέσεις καθορίζουν τα πράγματα.
Για το μαρξισμό επίσης, οι σχέσεις, δηλαδή η πάλη, είναι αυτή που καθορίζει και τις δομές. Είναι λοιπόν λάθος πιστεύουμε να συνδέεται ο μαρξισμός με κάποιες συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης και να αντιπαραβάλλεται με άλλες. Ο μαρξισμός άλλωστε έχει επιλέξει, ενταχθεί ή και ηγεμονεύσει σε πλήθος διαφορετικές μορφές: από την Α’ Διεθνή και τις συνοικιακές επιτροπές της Κομμούνας, ως τα συνδικάτα, τα εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα σοβιέτ, τα εργοστασιακά συμβούλια, τις αντάρτικες ομάδες, τις επιτροπές ειρήνης, τις ενώσεις των συγγραφέων, τις συνελεύσεις γειτονιάς, τις εργατικές λέσχες και τα κοινωνικά στέκια κοκ. Εκεί που ηγεμόνευε ο μαρξισμός δεν σημαίνει καθόλου υποχρεωτικά ότι ηγεμόνευε ένα μαρξιστικό κόμμα. Παρά επίσης τις επικρατούσες ιδεοληψίες, οι δομές αυτές τις περισσότερες φορές αναδείχθηκαν μέσα από την ταξική πάλη, ως μορφές αυτοοργάνωσης ακριβώς για να εμβαθύνουν τη δημοκρατία στο κίνημα ή την κοινωνία και σε αντιπαραβολή με παλιές, ξεπερασμένες μορφές κοινωνικής αντιπροσώπευσης.
Για το μαρξισμό λοιπόν, οι δομές του κινήματος, οι μορφές έκφρασης δηλαδή που θα πάρει η ταξική πάλη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός, δεν υπακούουν σε συνταγές, φετίχ και πρότυπα, αλλά πηγάζουν μέσα από τον ίδιο τον ανταγωνισμό, σχετικά αυθόρμητα μάλιστα, αποτυπώνοντας κάθε φορά την ιδιαίτερη συγκυρία και το συσχετισμό δυνάμεων. Αν σε μία συγκυρία, σε ένα πεδίο πάλης, σε μία στιγμή αυτό σημαίνει πχ πλατείες και συνελεύσεις, ενώ στη δίπλα αυτό σημαίνει συνδικάτα και απεργίες, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες οφείλουν φυσικά να αισθάνονται κι εδώ κι εκεί σαν ψάρια στο νερό.
Οπότε, επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα: η ιστορική επιρροή του μαρξισμού δεν οφείλεται ούτε στις δομές που επέλεξε, ούτε στα τεχνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά αυτής ή της άλλης φάσης του καπιταλισμού. Οφείλεται, νομίζουμε, στο ότι ως θεωρία είναι γενικά «σωστός».
Να διευκρινίσουμε τι εννοούμε «σωστός», από μαρξιστικής σκοπιάς. Δεν εννοούμε ούτε «αληθής», ούτε «δίκαιος». Σωστή στην ταξική πάλη, έλεγε ο Αλτουσέρ, είναι μία θέση η οποία ευθυγραμμίζεται με την κύρια αντίθεση του πεδίου της, στη δεδομένη πάντα στιγμή. Να βρεις και να αναδείξεις την εκάστοτε κύρια αντίθεση στο κάθε πεδίο της ταξικής πάλης και του κοινωνικού ανταγωνισμού, στην οικονομία, την πολιτική ή την ιδεολογία, σε ένα εργοστάσιο, μία σχολή ή μία γειτονιά, να τοποθετηθείς με σαφήνεια απέναντι στις δυνάμεις του αντιπάλου και να αναπτύξεις τη δράση και το λόγο σου γύρω από αυτήν, να ποιο είναι με μία φράση το καθήκον του μαρξισμού και των μαρξιστών.
Ξέρουμε βέβαια ότι για το μαρξισμό η βασική αντίθεση, αυτή που επικαθορίζει το σύνολο των ιστορικών, κοινωνικών σχέσεων, είναι η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, με μία λέξη η ταξική πάλη στην αστική κοινωνία. Αυτό όμως δεν λύνει το παραπάνω πρόβλημα, αλλά το τοποθετεί σε μία νέα βάση: η ταξική αντίθεση είναι η καθοριστική όχι γιατί πρωταγωνιστεί η ίδια σε κάθε πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά γιατί με διάφορους τρόπους μπορεί να καθορίσει, να «διορίζει» ποια αντίθεση θα εμφανίζεται ως η κύρια σε κάθε πεδίο, σε κάθε στιγμή. Πρόκειται δηλαδή για μία σχέση όχι γραμμικής, αλλά μετωνυμικής ή διαλεκτικής αιτιότητας.
Και είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη που διακρίνει και καθιστά χρήσιμο ιστορικά το μαρξισμό: όχι ότι γνωρίζει ποια είναι η βασική αντίθεση και ασχολείται μόνο με αυτή (αυτό είναι υποδειγματικός αριστερισμός), αλλά αντίθετα ότι επειδή γνωρίζει την καθοριστική σημασία της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, μπορεί να κατανοήσει, να διακρίνει κάπως καλύτερα ποια είναι η κύρια αντίθεση σε κάθε συγκεκριμένο πεδίο, σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή και να ευθυγραμμιστεί με αυτή: συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Για αυτό κι ο μαρξισμός, ακριβώς επειδή δεν ξεχνά ποτέ την πάλη των τάξεων, μπορεί σε κάποια στιγμή να δίνει όλες του τις δυνάμεις στην πάλη για ειρήνη, στην αναδιανομή του εισοδήματος, στην υπεράσπιση του (αστικού) κοινωνικού κράτους ή σε όποια άλλη αντίθεση διορίσει η ταξική πάλη ως την κύρια της στιγμής.
Σε αυτό, πιστεύουμε, οφείλεται και η όποια –καθόλου αμελητέα- ιστορική εμβέλεια του μαρξισμού. Μπορεί ο κόσμος να διψά για οράματα και «συνταγές για το μέλλον», να μην μπορεί να αποχωριστεί τον πατριωτισμό του ή να γοητεύεται από εύκολες συνωμοτικές θεωρίες, μπορεί η ιδεολογική καθαρότητα, η ατομιστική πίστη στην ελευθερία και τη δημοκρατία, οι ολιστικές και οι ανθρωπιστικές θεωρίες ή η απόλυτη ταύτιση μέσων και σκοπών που προωθούν άλλες ριζοσπαστικές θεωρίες, όπως ο αναρχισμός, να ακούγονται πραγματικά πιο ελκυστικές, αλλά στις κρίσιμες στιγμές είναι πολύ πιθανό οι κοινωνικές τάξεις που αγωνίζονται για την επιβίωση τους ή ακόμα και για την εξουσία τους, να προτιμούν μία θεωρία που μπορεί να μην ακούγεται τόσο συνεκτική κι ελκυστική, αλλά μπορεί να τους βοηθήσει καλύτερα στη δουλειά τους.
Νίκος Νικήσιανης