Και με το υπόλοιπο 80%, τί κάνουμε;

Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 10 Φλεβάρη 2011

Ολοκληρώνεται αυτές τις ημέρες ο «διάλογος» γύρω από το νέο νόμο για τη Βιοποικιλότητα. Ένας νόμος που έγινε γνωστός μόνο εξαιτίας της ρύθμισης για τα δέκα στρέμματα.

Ως ένα βαθμό, δίκαια. Τη μεγαλύτερη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα δεν την έχουν προκαλέσει ούτε οι πυρκαγιές, ούτε η ρύπανση, ούτε τα σκουπίδια (όσο τραγικά προβλήματα και να είναι), αλλά η αυθαίρετη αλλαγή στις χρήσεις της γης, σύμφωνα με τις κερδοσκοπικές επιταγές της τουριστικής και κατασκευαστικής βιομηχανίας. Οι «εκτός σχεδίου» εξοχικές κατοικίες, οι δρόμοι και οι υποδομές που τα συνοδεύουν, είναι αυτά που αποδιάρθρωσαν όχι μόνο το φυσικό τοπίο, αλλά και τις παραγωγικές δραστηριότητες και τις τοπικές κοινωνίες.

Η καταστροφή αυτή, ανοιχτά αδειοδοτημένη (και πολλές φορές απλόχερα επιδοτημένη) από όλες τις κυβερνήσεις, αναγνωρίζεται σήμερα ακόμα και από την Υπουργό Περιβάλλοντος, η οποία υποστήριξε ότι η διάταξη για την αύξηση του ορίου αρτιότητας είναι ένα βήμα στην κατεύθυνση της κατάργησης. Η επίθεση που δέχτηκε από δυνάμεις που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των ιδιοκτητών της γης, και όχι γενικά και αφηρημένα τις «τοπικές κοινωνίες» όπως ισχυρίζονται, έκρυψε ουσιαστικά ερωτήματα γύρω από την αποτελεσματικότητα της ρύθμισης.

Γιατί η δόμηση επιτρέπεται ή απαγορεύεται με μοναδικό κριτήριο την έκταση του οικοπέδου; Πώς θα αποφευχθεί η συγκέντρωση των κτημάτων σε μεγαλύτερες –και άρα οικοδομήσιμες- εκτάσεις, με όλες τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες; Γιατί δεν επέλεξε οριζόντιες ρυθμίσεις που, ακόμα και αν δεν απαγόρευαν άμεσα και ρητά την εκτός σχεδίου δόμηση, θα επέβαλαν περιορισμούς συνδεδεμένους με την προηγούμενη χρήση της ιδιοκτητής έκτασης, τη χρήση του οικίματος, το μέγεθός του κοκ; Και τέλος γιατί η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία μόνο στις περιοχές Natura και όχι σε όλη την επικράτεια, αφορώντας στην πράξη, όπως έχει αποδειχθεί, το 5% της συνολικής έκτασης;

Το τελευταίο ερώτημα αφορά επίσης όλη το νομοσχέδιο. Οι όποιες ευεργετικές ρυθμίσεις περιορίζονται στο 20% της χώρας, που εντάσσεται στις Προστατευόμενες Περιοχές. Όλο το υπόλοιπο φυσικό περιβάλλον, μαζί όχι μόνο με τη «βιοποικιλότητά» του, αλλά και μαζί με τους κατοίκους του, αφήνεται ουσιαστικά αθωράκιστο απέναντι στην άναρχη δόμηση, τις ανεξέλεγκτες ρυπογόνες βιομηχανίες, τους ΧΥΤΑ, τους οδικούς άξονες που κατασκευάζονται χωρίς τη λήψη των στοιχειωδών μέτρων προστασίας.

Ακόμα και οι λιγοστές γενικές ρυθμίσεις για το φυσικό περιβάλλον, που υπήρχαν στο αρχικό Σχέδιο Νόμου που κατατέθηκε σε διαβούλευση τον Ιούλιο, αποσύρθηκαν ή υποβαθμίστηκαν στο τελικό κείμενο. Παράδειγμα, η ρύθμιση που προέβλεπε την εκπόνηση προγραμμάτων παρακολούθησης με στόχο τη μείωση των επιπτώσεων από την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής, όπως οι οδικοί άξονες.

Η βιοποικιλότητα όμως δεν μπορεί να διατηρείται σε εγκιβωτισμένους θύλακες: όσο «φύση» είναι τα βούνα της Βόρειας Πίνδου, άλλο τόσο «φύση» είναι και τα βουνά της Βόρειας Χαλκιδικής. Για αυτά όμως δεν υπάρχει κανένας «νόμος για τη βιοποικιλότητα»: υπάρχει μονο fast track. Ο επόμενος άλλωστε νόμος που προωθεί η «πράσινη Υπουργός» θα αφορά την «απλοποίηση», δηλ. το ξήλωμα, της νομοθεσίας για την περιβαλλοντική αδειοδότηση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η επιχειρούμενη επένδυση για την εξόρυξη χρύσου στη Β. Χαλκιδική. Μία περιοχή τεράστιας περιβαλλοντικής και οικονομικής σημασίας για πολλές άλλες παραγωγικές δραστηριότητες (κτηνοτροφία, γεωργία, τουρισμός, μεταποίηση), παραδίδεται εξ ολοκλήρου στην εξορυκτική βιομηχανία με μη αντιστρέψιμες συνέπειες και παρά τη σύσσωμη αντίδραση των τοπικών κοινωνιών και άλλων επιστημονικών και κοινωνικών φορέων. Η γειτνίαση των περιοχών αυτών με περιοχές Natura δεν φαίνεται να αρκεί για να αποτραπεί η καταστροφή τους, η οποία φυσικά θα μεταφραστεί σε αντίστοιχη υποβάθμιση και των ίδιων των Προστατευόμενων Περιοχών. Όπως φαίνεται λοιπόν, τα 10 στρέμματα δεν αρκούν…

Του Νίκου Νικήσιανη, Υπεύθυνου Τμ.Παρεμβάσεων Περιβαλλοντικής Οργάνωσης «Καλλιστώ»

Ενάντια στην αειφορία και τη βιοποικιλότητα

Δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα στην οικολογία του ένθετου “Εντός Εποχής” της εφημερίδας Εποχής, τ. 42, Περ. Γ, 15 Μάρτη 2009.

Στην οικολογία συμβαίνει κάτι παράξενο: όλοι μιλάμε με τις ίδιες λέξεις. Aπό τα οικολογικά κινήματα ως τις διεθνείς συμβάσεις και τα επιστημονικά συνέδρια, στη συζήτηση για τη σχέση της κοινωνίας με τη φύση, κυριαρχούν οι ίδιες βασικές έννοιες: προστασία, διατήρηση, αειφορία, φυσικά όρια, βιοποικιλότητα. Κατ’ αντιστοιχία πχ, για τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας θα έπρεπε να μιλάμε όλοι με τους ίδιες έννοιες: να μιλούσε δηλαδή ο ΣΕΒ για ταξική πάλη, υπεραξία και κρίση υπερσυσσώρευσης, ή να μιλούσε η αριστερά για ανταγωνιστικότητα, ευελιξία και επενδυτικό κλίμα. Θα ήταν παράλογο. Γιατί λοιπόν γίνεται στην οικολογία;

Οι έννοιες που ηγεμονεύουν στο λόγο της οικολογίας έχουν κάποια βασικά, κοινά χαρακτηριστικά. Είναι έννοιες ενταγμένες στο επιστημονικό πεδίο από το οποίο κατάγονται, καθορίζοντας μάλιστα τον τρόπο που αυτό αναπαράγεται και εξελίσσεται. Ταυτόχρονα όμως, χρησιμοποιούνται ευρέως, και μάλιστα πάλι με κεντρικό ρόλο, σε άλλες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές, λειτουργώντας ως κόμβοι συνάρθρωσης της επιστήμης με αυτές. Παρά το διπλό αυτό καθοριστικό ρόλο, οι ίδιες ως έννοιες παρουσιάζουν σοβαρά κενά και ασυνέχειες στο νόημά τους, κάτι που όμως καθόλου δεν τις εμποδίζουν να είναι καθολικά αποδεκτές και αυτόματα κατανοητές, σχεδόν αυτονόητες.

Αυτά τα συμπτώματα μας παραπέμπουν ευθέως σε ιδεολογικές επιδράσεις στο εσωτερικό της επιστήμης. Θεωρίες της ιδεολογίας περιγράφουν τη λειτουργία τέτοιων εννοιών – σταυροδρόμια, από όπου η «πρακτικό-κοινωνική» λειτουργία εισβάλλει μέσα στο θεωρητικό χώρο και επιβάλλεται πάνω στη γνωστική, ανάγοντας ταυτόχρονα τις έννοιες αυτές στο κεντρικό σημείο νοηματοδότησης του πεδίου τους, στο λεγόμενο «σημείο διαρραφής», τη λέξη που δίνει νόημα σε όλες τις άλλες, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να έχει αυτή.

Ο «πλούτος της βιοποικιλότητας»

Κεντρικό παράδειγμα μας, η βιοποικιλότητα. Σήμερα, η έννοια αυτή, υποκαθιστώντας ουσιαστικά την ίδια τη φύση, εμφανίζεται ως το γενικό αντικείμενο της οικολογίας. Δουλειά των οικολόγων είναι να μελετούν την βιοποικιλότητα και αυτό σημαίνει απλώς τα πάντα.

Η λαμπρή αυτή καριέρα ξεκίνησε όμως από χαμηλά. Τη δεκαετία του ’40 οι οικολόγοι, γοητευμένοι από τις νέες πρακτικές της στατιστικής, πειραματίζονταν αναζητώντας ένα στατιστικό μοντέλο που να δείχνει με ποιες συχνότητες τα άτομα ενός πληθυσμού, ας πούμε μιας συλλογής εντόμων, κατανέμονται στα διάφορα είδη. Τα μοντέλα αυτά, εκτός από τον αριθμό των ατόμων και των ειδών, εμπεριείχαν μια «στατιστική σταθερά», η οποία εξέφραζε στην πραγματικότητα όλες τις οικολογικές σχέσεις που οδηγούν σε αυτή την κατανομή. Καθώς όμως στην πράξη οι αριθμοί ήταν γνωστοί και η σταθερά άγνωστη, η φορά της εξίσωσης αντιστράφηκε και ζητούμενο δεν ήταν πια η κατανομή, αλλά ο υπολογισμός αυτής ακριβώς της σταθεράς, η οποία ονομάστηκε «ποικιλότητα». Από εκείνη τη στιγμή, όλη η συζήτηση μεταστρέφεται στη «μέτρηση της ποικιλότητας». Λίγα χρόνια μετά, αυτή η αναζήτηση θα συναντηθεί με τη νέα τότε τάση της πληροφορικής: μέσα από αυτή, η ποικιλότητα θα βρει το βασικό της ορισμό, ως «μέτρο της ελευθερίας επιλογής».

Δεν ήταν λοιπόν οι αντιλήψεις των επιστημόνων που τους οδήγησαν στην ανάδειξη της έννοιας, αλλά οι πρακτικές τους, και συγκεκριμένα οι πρακτικές ποσοτικοποίησης που κυριαρχούσαν μέσα από τα στατιστικά και πληροφορικά μοντέλα. Η «ποικιλότητα» ήταν η απάντηση σε ένα ερώτημα που ποτέ δεν τέθηκε. Ήταν όμως μια απάντηση παντοδύναμη: τις τρεις επόμενες δεκαετίες, η έννοια αναπτύσσεται ραγδαία, αποκτά θετικό αξιακό πρόσημο (είναι «καλό» να έχεις πολλά είδη και τα άτομα να ισοκατανέμονται σε αυτά), συνδέεται αιτιακά με άλλες θετικά φορτισμένες έννοιες, όπως η σταθερότητα των οικοσυστημάτων απέναντι στις «ανθρωπογενείς επεμβάσεις» ή η «παραγωγικότητα» και τελικά γίνεται το κέντρο γύρω από το οποίο συγκροτείται το νέο επιστημονικό πεδίο της «περιβαλλοντικής διαχείρισης»[1].

Η βιοποικιλότητα ως ιδεολογία

Μια έννοια λοιπόν αναδύεται μέσα από το επιστημονικό πεδίο της συστημικής οικολογίας, όπου καλείται να αποτυπώσει την περιπλοκότητα των σχέσεων σε ένα οικοσύστημα. Αποκτά κομβικό ρόλο, υποδεικνύοντας λεκτικά το φυσικό πλούτο ως το ίδιο το γενικό αντικείμενο της οικολογίας. Η ίδια παραμένει αέναα, και παρά τις συνεχείς προσπάθειες των επιστημόνων, χωρίς συνεπή και αποδεκτό ορισμό.

Το περιεχόμενο ενός δομημένου συνόλου σχέσεων, όπως ένα οικοσύστημα, καλείται να ενδυθεί τη μορφή ενός στατιστικού δείκτη. Ένα μονοσήμαντο δηλαδή μέγεθος, μια ποσότητα, καλείται να ενσωματώσει μια άπειρη σειρά υλικών ποιοτήτων (είδη, πληθυσμοί, οικότοποι, γονίδια κοκ), οι οποίες εντασσόμενες στο πλαίσιο μιας μαθηματικής σχέσης εξισώνονται, γίνονται ομοιόμορφες, γενικά ισοδύναμα, επιμέρους εκφράσεις μιας φυσικής αυθύπαρκτης ποικιλομορφίας.

Το νέο αυτό φυσικό μέτρο που αναδύεται από τη φυσική πολυπλοκότητα, καλείται πια να τη νοηματοδοτήσει από – τα – έξω, ως προϋπόθεσή της. Κάθε φυσική ενότητα αποτιμάται ως προς τη βιοποικιλότητά της. Η αποτίμηση αυτή έχει νόημα μόνο μέσα σε μια σχέση σύγκρισης, όπου συγκρίνει ως προς την αξία τους – δηλ. την εμπεριεχόμενη φυσική ποικιλία – δύο διαφορετικές φυσικές ενότητες (ή συνηθέστερα δύο διαδοχικές καταστάσεις μιας ενότητας, όπως όταν γίνεται λόγος για μείωση ή διατήρηση της βιοποικιλότητας).

Μέσα από την παραπάνω διαδικασία η έννοια της βιοποικιλότητας λειτουργεί ως ένα μέσο ποσοτικοποίησης, εξομοίωσης, αφαίρεσης από τη συγκεκριμένη υλική ποιότητα, σύγκρισης και τελικά αποτίμησης. Γνωρίζουμε ότι η ποσοτικοποίηση, ως επιστημονικό φαινόμενο, έχει συνδεθεί με τη μεταφορά, την αναπαράσταση, κυρίαρχων πρακτικών από τη σφαίρα της οικονομίας στο εσωτερικό της επιστήμης[2]. Στο παράδειγμα της βιοποικιλότητας συναντάμε μια προκλητικά φανερή αντιστοιχία με τη λειτουργία της ανταλλακτικής αξίας στο πλαίσιο της χρηματικής ανταλλαγής εμπορευμάτων, δηλαδή της αγοράς.

Η χρηματική θεωρία της αξίας μας έχει δείξει πώς το κοινωνικό περιεχόμενο ενός δομημένου συνόλου σχέσεων ανταλλαγής στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, καλείται να «ενδυθεί» τη μορφής μιας ανταλλακτικής αξίας, πώς δηλαδή μια ποσότητα καλείται να συμπεριλάβει μια άπειρη σειρά υλικών ποιοτήτων, της ξεχωριστής συγκεκριμένης ποιότητας κάθε προϊόντος, και πώς αυτές οι ποιότητες εντασσόμενες στο πλαίσιο μιας μαθηματικής σχέσης εξισώνονται, γίνονται γενικά ισοδύναμα, επιμέρους εκφράσεις ενός φυσικού/κοινωνικού αυθύπαρκτου καταμερισμού εργασίας.

Η ανταλλακτική αξία αναδύεται σε προϋπόθεση και σκοπό συνολικά της παραγωγικής διαδικασίας: κάθε στοιχείο αποτιμάται ως προς την αξία που περιέχει, αν και βέβαια αυτή η αποτίμηση έχει νόημα μόνο ως σχέση μεταξύ δυο διαφορετικών στοιχείων, μια σχέση η οποία υποκρύπτει με τη σειρά της ολόκληρο το αναγκαίο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων. Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι το χρήμα, στο πλαίσιο της εμπορευματικής – χρηματικής κυκλοφορίας, δηλαδή της αγοράς, μας δίνει ένα έδαφος για να κατανοήσουμε το ρόλο της βιοποικιλότητας στο πλαίσιο αυτή τη φορά του επιστημονικού πεδίου της οικολογίας.

Ακόμα περισσότερο, όταν μαζί με τη βιοποικιλότητα αναπτύσσεται μια ολόκληρη σειρά ποσοτικοποιήσεων, μέσα από έννοιες όπως η φέρουσα ικανότητα, η τιμολόγηση των φυσικών πόρων, τα φυσικά όρια στην ανάπτυξη κα. Κάποιες μάλιστα μπορούν να αποδειχθούν πολύ πιο ευάλωτες στην παραπάνω κριτική, αφού καταλήγουν όχι απλώς σε αναπαράσταση της ανταλλακτικής αξίας, αλλά στην ίδια την αξία καθεαυτή, σε συγκεκριμένα ποσά! Όλες οι παραπάνω έννοιες αποτελούν κομβικές προϋποθέσεις του θεωρητικού οικοδομήματος της αειφορικής ανάπτυξης, χαρακτηρίζοντας ιδεολογικά το όλο εγχείρημα.

Φύση – κεφάλαιο και φύση – αγορά

Η μεταφορά κυρίαρχων οικονομικών πρακτικών και αντιλήψεων εντός της οικολογικής θεωρίας ξεκινά από την ποικιλότητα και ολοκληρώνεται από την έννοια της αειφορίας. Χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε εδώ, υποστηρίζουμε ότι το ιδεολόγημα της αειφορίας περιγράφει μια Φύση – Κεφάλαιο. Οι φυσικές διαδικασίες αναπαραγωγής των στοιχείων της φύσης εμφανίζονται ομομορφικές με τις κοινωνικές διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η φύση εμφανίζεται ως ένα τεράστιο αυτόματο, που παράγει από μόνο του διαρκώς ένα σχετικό πλεόνασμα αξιών χρήσης, το οποίο μπορούμε «εμείς», δηλ. οι «άνθρωποι» να δρέπουμε: αν παίρνουμε μόνο το «υπερπροϊόν» για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας και δεν καταναλώνουμε το κεφάλαιο, τότε αυτό θα συνεχίζει να αποδίδει αυτόματα εξασφαλίζοντας «και τις ανάγκες των επόμενων γενεών»[3].

Όμως η αειφορική ανάπτυξη δεν αντανακλά απλά τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου (δηλ. την «ανάπτυξη») πάνω στη φύση: πολύ περισσότερο εκφράζει το αίτημα για αέναη συνέχεια αυτής της αναπαραγωγής, χωρίς αντιθέσεις και κρίσεις. Κάθε λοιπόν τέτοια έννοια – σταυροδρόμι λειτουργεί αμφίδρομα: αφενός «εισάγει» στο εσωτερικό της θεωρίας κυρίαρχες αντιλήψεις και πρακτικές. Αφετέρου «εξάγει» θεωρίες που καλούνται να στηρίξουν επιστημονικά κυρίαρχες κοινωνικές πρακτικές. Οι δύο αυτές «κατευθύνσεις» δεν είναι διακριτές μεταξύ τους, καθώς η μία αποτελεί προϋπόθεση και αποτέλεσμα της άλλης: το κοινωνικό αίτημα εισάγεται για να αναπαραχθεί και να επανεξαχθεί σε έναν αέναο κύκλο: τον κλειστό κύκλο της ιδεολογίας.

Αν η βιοποικιλότητα λοιπόν, ως ένας καθολικός νέος ορισμός της φύσης εκφράζει «τί είναι αυτό που πρέπει να διατηρηθεί», η αειφορία δείχνει «γιατί πρέπει να διατηρηθεί».

Το ενδιαφέρον εδώ βρίσκεται στην αντιστοιχία αυτού που πρέπει να διατηρηθεί και της αιτίας που πρέπει να διατηρηθεί, στην αντιστοιχία δηλαδή μεταξύ της φύσης της βιοποικιλότητας και της φύσης της αειφορίας. Κομβικά: μια φύση ομογενοποιημένη – ποσοτικοποιημένη, η φύση της βιοποικιλότητας, επιτρέπει την αναγωγή της σε μια φύση κεφαλαιοποιημένη, τη φύση της αειφορίας. Συνθηματολογικά, μια φύση – αγορά εμφανίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση μιας φύσης – κεφάλαιο.

Η δύναμη του ζεύγους πηγάζει από αυτήν ακριβώς την αλληλεξάρτηση, τον κλειστό – ταυτολογικό, δηλ. ιδεολογικό, χαρακτήρα του. Η συμπληρωματικότητα αυτή προσφέρει την ελάχιστη σχετική συνοχή που οφείλει να διαθέτει ένα ιδεολογικό πεδίο για να λειτουργεί ως τέτοιο. Και αν κρίνουμε από την εμβέλεια, την κυριαρχία και την ασυλία που έχουν εξασφαλίσει αυτές οι έννοιες, το κάνει αποτελεσματικά.

Αν λοιπόν τις αμφισβητούμε, δεν το κάνουμε (μόνο) για λόγους επιστημονικής ακρίβειας. Οφείλουμε να το κάνουμε για να σπάσουμε τις προφάνειες των ιδεολογικών μας παραδοχών, να χαράξουμε διαχωριστικές γραμμές με την κυρίαρχη ιδεολογία, να ανοίγουμε διαρκώς το έδαφος για νέες οπτικές της σχέσης κοινωνίας – φύσης.


[1] Κομβικό σημείο σε αυτή τη διαδικασία η μετεξέλιξη της ποικιλότητας σε βιοποικιλότητα, από τον Wilson κα, το 1986. Για λίγο περισσότερες πληροφορίες και βιβλιογραφία για την πορεία της έννοιας στο http://labourvscapital.wordpress.com/2007/11/09/«αειφορία-για-τη-βιοποικιλότητα»…-γι/

[2] Ενδεικτικά βλ. Ζιζεκ «Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας». Για βιβλιογραφία βλ. σημ. 1

[3] Επιτροπή Brundland, 1987. Περισσότερα στο http://labourvscapital.wordpress.com/category /οικολογία/η-φύση-του-κεφαλαίου/, ειδικά από τ. 20 και μετά.

«Αειφορία για τη βιοποικιλότητα»… για τη σχέση ιδεολογίας και επιστήμης στον κυρίαρχο λόγο της σύγχρονης οικολογίας

των Νίκου Νικήσιανη και Γιώργου Π. Στάμου

Περιοδικό Κριτική Επιστήμη και Εκπαίδευση, τ. 7 σ. 105-125

http://kritiki.hpdst.gr/issues/7/105

«Αειφορία για τη βιοποικιλότητα»…

…για τη σχέση ιδεολογίας και επιστήμης στον κυρίαρχο λόγο της σύγχρονης οικολογίας

1. Ο κυρίαρχος λόγος της σύγχρονης οικολογίας

Ο λόγος της οικολογίας έχει ενδιαφέρον – και σίγουρα όχι μόνο για τους οικολόγους. Ένα σχετικά νέο επιστημονικό πεδίο το οποίο αναπτύχθηκε κάτω από έντονες κοινωνικές πιέσεις και μέσα από συνεχείς κρίσεις και ρήξεις αποτελεί ιδανικό χώρο για να μελετηθούν οι κοινωνικές επιδράσεις στη συγκρότηση του επιστημονικού λόγου.

Στη συγκρότηση αυτού του λόγου διακρίνουμε δύο βασικές συνιστώσες. Πρώτα, την καταγωγή από το πεδίο της συστημικής οικολογίας. Ένα πεδίο (Κορφιάτης 1994) που κυριάρχησε για αρκετές δεκαετίες του 20ου αιώνα, άμεσα συνδεδεμένο με το διαδεδομένο τότε πνεύμα του τεχνοκρατικού οπτιμισμού, και το οποίο βρέθηκε από τη δεκαετία του ’70 και μετά σε μια διαρκή και αξεπέραστη θεωρητική κρίση (Σχίζας 2007), που όμως καθόλου δεν εμπόδισε την κοινωνική του ακτινοβολία[1].

Δεύτερο, την συνεχή συσχέτισή του με εξω-επιστημονικές κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές διαχείρισης και προστασίας της φύσης, στις οποίες η οικολογία παρέχει τις αναγκαίες (καταστροφολογικές συνήθως) θεωρίες που χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν νέα τεχνοκρατικά σενάρια διαχείρισης.

Σε αυτό το θολό τοπίο συγκρούσεων, όπου πειραματικά μοντέλα διαπλέκονται με μεταφυσικές ανησυχίες, κυρίαρχες πολιτικές με κοινωνικά αιτήματα και κοινωνικές θεωρίες με οικολογικές σχέσεις, έχει αναδειχθεί ένα πλέγμα εννοιών οι οποίες έχουν καταφέρει να διεισδύσουν σχεδόν σε κάθε δυνατή εκδοχή του οικολογικού λόγου, επιστημονικού και μη. Η κυριαρχία των εννοιών αυτών τείνει να ανανοηματοδοτήσει συνολικά την οικολογία, ως μια επιστήμη που μελετά την βιοποικιλότητα (η οποία εμφανίζεται έτσι ως το γενικό της αντικείμενο) των οικοσυστημάτων, με σαφή στόχο όμως την διατήρηση αυτού του φυσικού πλούτου, μέσα από τις αρμόζουσες πρακτικές διαχείρισης και αειφόρου ανάπτυξης που δεν θα παραβιάζει τα δεδομένα φυσικά όρια. Με δυο λόγια και αν θέλουμε να συνθηματολογήσουμε, αειφορία για τη βιοποικιλότητα.

Έννοιες όπως οι παραπάνω παρουσιάζουν κάποια βασικά κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτο, παραμένουν έννοιες επιστημονικές, ενταγμένες στο επιστημονικό πλαίσιο από το οποίο αναδύονται, αναγνώσιμες και αναγνωρίσιμες σε αυτό. Δεύτερο, παίζουν ένα καθοριστικό ρόλο στο τρόπο που αυτό το πλαίσιο κινείται, αναπαράγεται και εξελίσσεται, καθώς πρόκειται για έννοιες κεντρικές και μεγάλης εμβέλειας, που νοηματοδοτούν την ίδια την επιστημονική διαδικασία. Τρίτο, χρησιμοποιούνται ευρέως, και μάλιστα πάλι με κεντρικό ρόλο, σε άλλες  συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, και ιδεολογικές πρακτικές, λειτουργώντας ως κόμβοι συνάρθρωσης της επιστήμης με αυτές. Τέταρτο, παρά τον καθοριστικό τους ρόλο, οι ίδιες ως έννοιες παρουσιάζουν σοβαρά κενά και ασυνέχειες στο νόημά τους, δυσκολεύουν τη σύνδεσή τους με συγκεκριμένο τρόπο με άλλες επιστημονικές έννοιες και τη χρήση τους για την παραγωγή νέας γνώσης. Δυσκολίες που παρατηρούν συνέχεια οι επιστήμονες από το εσωτερικό του πεδίου τους, ακόμα και όταν έχουν ακριβώς τις αντίθετες προθέσεις, και που όμως καθόλου δεν εμποδίζουν τις έννοιες αυτές να είναι σχεδόν καθολικά αποδεκτές και αυτόματα κατανοητές, σχεδόν αυτονόητες.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τα οποία αναφέρονται από ερευνητές της οικολογίας εδώ και τρεις σχεδόν δεκαετίες, αντιστοιχούν πλήρως στα πορίσματα ερευνών που έγιναν παράλληλα σε τελείως διαφορετικά επιστημονικά πεδία και παραπέμπουν ευθέως σε συμπτώματα ιδεολογικών επιδράσεων στο εσωτερικό της επιστήμης. Αυτή η αντιστοιχία δημιουργεί βάσιμες υποψίες για τον ρόλο αυτών των εννοιών και θεωριών στην κρίση της οικολογίας και στις κοινωνικές χρήσεις (και καταχρήσεις) της. Υποψίες οι οποίες ελπίζουμε να καταλήξουν σε ανοιχτά διατυπωμένες και τεκμηριωμένες κατηγορίες, συμβάλλοντας έτσι αν όχι στο ξεπέρασμα, τουλάχιστον στην κατανόηση της ολόπλευρης θεωρητικής κρίσης της οικολογίας.

2. Επιστήμη και ιδεολογία

Υποπτευόμαστε λοιπόν ότι τα παραπάνω συμπτώματα υποδηλώνουν την ιδεολογική δραστικότητα των εννοιών αυτών στο θεωρητικό χώρο της οικολογίας, την επιβολή μέσω αυτών της ιδεολογίας που έρχεται πάντα από – τα – έξω, πάνω στη σχετικά αυτόνομη κίνηση της επιστημονικής ανα-παραγωγής. Αν όμως το ίδιο το πεδίο της οικολογίας, και για την ακρίβεια τα κενά και οι ασυνέχειές του, είναι αυτό που μας υποδεικνύει τη σχέση του με την ιδεολογία, η ανάλυση αυτής της σχέσης μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη σκοπιά των επιστημολογικών θεωριών που προσπάθησαν να διακρίνουν την επιστήμη από την ιδεολογία και να μελετήσουν την αναγκαία αλληλεπίδρασή τους.

Εκεί όμως ούτε θα βρούμε, ούτε και θα αναζητήσουμε, μια μέθοδο που να διακρίνει τα ιδεολογικά στοιχεία μέσα στην επιστημονική δομή, καθώς τα πράγματα είναι – σαφώς – πιο περίπλοκα[2]. Θα θεωρήσουμε ως επιστήμη τη διαδικασία παραγωγής γνώσεων, δηλαδή διαρκούς μετασχηματισμού ενός αρχικού πλέγματος εννοιών, αναπαραστάσεων, ιδεών σε ένα νέο σύνολο, το οποίο καλείται συνέχεια να αποδεικνύει ότι είναι πιο συνεκτικό και άρα – πιθανά – πιο αποτελεσματικό στη γνωστική ιδιοποίηση του πραγματικού κόσμου, του κόσμου εκεί έξω (Αλτουσέρ 1978 κα). Πρόκειται λοιπόν για μια διαδικασία σχετικά αυτόνομη, που λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο χώρο του θεωρητικού, που κινείται από την ίδια την εσωτερική ανάγκη συνοχής, χωρίς να αναφέρεται σε κανένα τελικό εξωτερικό κριτήριο, μια από έξω δοσμένη εγγύηση αλήθειας (Αλτουσέρ 2003 κα).

Στον αντίποδά της η ιδεολογία περιγράφει εκείνο το «σύστημα των παραστάσεων που δεσπόζει στο πνεύμα ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας» και που αποτελούν «αναπαραστάσεις μιας φανταστικής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής του» (Αλτουσέρ 1999). Οι αναπαραστάσεις αυτές δίνονται στο άτομο από – τα – έξω, από το κυρίαρχο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων, εξασφαλίζοντας την ένταξη του σε αυτό, επιτρέποντας και καθορίζοντας την επικοινωνία και την αμοιβαία κοινωνική αναγνώριση. Αναπαράγονται στο χώρο του θεωρητικού ως θεωρητικές ιδεολογίες: πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κοκ. Οι θεωρητικές ιδεολογίες καθορίζουν έτσι τελικά τον τρόπο που το άτομο αντιλαμβάνεται τη σχέση του με τον πραγματικό κόσμο και έρχονται σε άμεση αντιπαράθεση με τις επιστήμες, διεκδικώντας τον ίδιο ζωτικό χώρο στη θεωρητική σφαίρα, επιβάλλοντας εγγυήσεις αλήθειας και ερμηνεύοντας τα ίδια τα αποτελέσματα της επιστήμης με βάση τα δικά τους κίνητρα.

Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με δυο διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στον ίδιο τόπο και χρόνο, χρησιμοποιούν ως μέσα αντίστοιχα νοητικά σχήματα (έννοιες, αναπαραστάσεις) και σκοπεύουν στον ίδιο στόχο, την ιδιοποίηση του πραγματικού κόσμου, ή αλλιώς την αναγνώριση και την ερμηνεία του. Έχουν μία ριζική διαφορά, την εσωτερική ή εξωτερική προέλευση της – ας το πούμε – «κινητήριας δύναμής» τους, ή για να διατυπώσουμε το κριτήριο αυτό με άλλα, πολύ γνωστά, λόγια «Το ιδεολογικό είναι κάτι που εξαρτάται από την πρακτική και την κοινωνία. Το επιστημονικό είναι κάτι που εξαρτάται από τη γνώση και τις επιστήμες» (Althusser 1990). Έτσι οι ριζικότερες των ασυνεχειών και των αντιφάσεων που η επιστήμη καλείται να υπερβεί δεν είναι άλλες από τις συνέπειες από την αέναη διαπλοκή της με την ιδεολογία. Σε αυτές θα προστεθούν και οι πιθανές αντιφάσεις που προέρχονται από τις διαφορετικές ταχύτητες ανάπτυξης των διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, εργαλείων και θεωριών (Μπαλτάς, 2002).

Οι ιδεολογικές αναπαραστάσεις φυσικά δεν δίνονται ως ιδεολογικές, δεν εμφανίζονται ως τέτοιες, αλλά ως αυταπόδεικτες ή αναπόδεικτες αλήθειες, ως προφάνειες που αναπαράγονται από μόνες τους όσο δεν θέτονται υπό επιστημονική – ή/και ιδεολογική – αμφισβήτηση. Ως τέτοιες όμως ενυπάρχουν σε όλη την έκταση του χώρου του θεωρητικού: όχι μόνο στο αρχικό υλικό που γενικά μετασχηματίζεται, αλλά και στα ίδια τα θεωρητικά μέσα του μετασχηματισμού αυτού, άρα τελικά και στα προϊόντα, ακόμα και αν αυτά εμφανίζονται στο προσκήνιο ως επιστημονικά. Η οπτική αυτή μας απομακρύνει σε απόσταση ασφαλείας από ένα γραμμικό σχήμα στο οποίο η ανάπτυξη της επιστήμης διαρκώς εντοπίζει και αποκαθαίρει τις λανθάνουσες ιδεολογικές παραδοχές, αφού η διαρκώς παρούσα ιδεολογία μπορεί πάντα όχι μόνο να αναπαράγει τον εαυτό της, αλλά και να εμπλουτίζει εκ νέου το θεωρητικό με νέες αναπαραστάσεις, πάντα κινούμενη έξωθεν, από κυρίαρχες κοινωνικές πιέσεις.

Με άλλα λόγια, όλες οι θεωρητικές διαδικασίες τελούνται μέσα από λέξεις, έννοιες, αναπαραστάσεις, άτομα, στάσεις, απόψεις, οπτικές, σκοπούς, προϋποθέσεις, πρακτικές κοκ. ήδη κοινωνικά προσδιορισμένα από-τα-πριν και από-τα-έξω (και τελικά από-τα-πάνω), από το κυρίαρχο πλαίσιο των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων.

Η ιδεολογία λοιπόν δεν έγκειται σε «αυτά που οι επιστήμονες πιστεύουν», αλλά «σε αυτά που κάνουν», δεν εδράζεται στη φαντασία τους, αλλά στην πρακτική τους – και βέβαια αντανακλάται και στην αναπαράσταση που έχουν οι επιστήμονες για τη σχέση τους με το αντικείμενό τους: «Η επιστημονική ιδεολογία (ή η ιδεολογία των επιστημόνων) δεν ξεχωρίζει από την επιστημονική πρακτική: είναι η «αυθόρμητη» ιδεολογία της επιστημονικής πρακτικής» (Althusser 1990).

Η θεωρητική πρακτική τελικά ορίζεται ως μια αντιφατική συνέχεια επιστημονικών και ιδεολογικών διαδικασιών ή αλλιώς – αν δούμε μια συγκεκριμένη στιγμή της – επιστημονικών εννοιών και ιδεολογικών αναπαραστάσεων.

Όλα αυτά δεν είναι βέβαια παρά μια χοντροκομμένη και απλοϊκή αναφορά στις επιστημολογικές μας προϋποθέσεις, αναγκαία όμως για να συνεννοηθούμε χωρίς παρεξηγήσεις για το δρόμο στον οποίο αποφασίσαμε να πορευτούμε. Ας σταθούμε τώρα περισσότερο στα συγκεκριμένα πορίσματα που μας ενδιαφέρουν στη δουλειά μας.

Αν λοιπόν η σκοπιά αυτή μας προμηθεύει ήδη ένα θεμελιακό κριτήριο διάκρισης «αυτού που είναι επιστήμη» από «αυτό που είναι ιδεολογία», μας θέτει ταυτόχρονα και ένα ριζικό περιορισμό: αν η ιδεολογία είναι παρούσα σε όλο το πλαίσιο της θεωρητικής δομής, επενεργώντας σε κάθε διαδικασία και στάδιο μιας δομής σε αναπαραγωγή, αν η δραστικότητά της απλώνεται μέσα από αυτή την κίνηση σε όλη την έκταση, τότε δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ένα «στοιχείο ιδεολογικό» μέσα σε ένα «επιστημονικό πλαίσιο», ούτε καν ένα «ιδεολογικό περιεχόμενο» (ή μια ιδεολογική λειτουργία) μέσα σε μια «επιστημονική μορφή», αναζητήσεις που θα αντιστοιχούσαν σε παραδοσιακές δομιστικές ή/και λειτουργιστικές προσεγγίσεις.

Εκείνο που μπορούμε όμως να κάνουμε είναι να διακρίνουμε την επίδραση της ιδεολογίας στις διάφορες επιμέρους κινήσεις αυτής της δομής, στον τρόπο που μετασχηματίζονται, διαμορφώνονται και λειτουργούν οι έννοιες συνολικά. Να αναγνωρίσουμε ειδικότερα την επίδραση της ιδεολογίας στον τρόπο που ένα συγκεκριμένο γνωστικό περιεχόμενο καλείται να πάρει μια συγκεκριμένη εννοιακή μορφή, συνδέοντας τον τρόπο αυτό αναγκαία με άλλες κυρίαρχες κοινωνικές πρακτικές, τις οποίες διαμεσολαβεί η ιδεολογία, «μεταφέροντας» τες στο εσωτερικό της θεωρίας.

3. Η ποσοτικοποίηση ως μεταφορά και ο θρίαμβος της βιοποικιλότητας

Θα επιστρέψουμε τώρα στο πεδίο της οικολογίας, για να δούμε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πρακτικές συνέπειες αυτής της ιδιαίτερης διαπλοκής. Αναφέραμε πεταχτά από την αρχή ότι η έννοια της βιοποικιλότητας, μέσα από διαδικασίες που προκάλεσαν πολλούς προβληματισμούς, έχει ανέβει πολύ σύντομα στην κορυφή του οικολογικού οικοδομήματος, εμφανιζόμενη ως το ίδιο το γενικό αντικείμενο του επιστημονικού αυτού πεδίου. Τίτλοι άρθρων, προγραμμάτων σπουδών, συνεδρίων και εργασιών θυμίζουν διαρκώς ότι δουλειά των οικολόγων είναι να μελετούν την βιοποικιλότητα, και αυτό σημαίνει απλώς τα πάντα.

Φυσικά, δεν ίσχυε το ίδιο πριν από εξήντα περίπου χρόνια, όταν η έννοια της ποικιλότητας εισάχθηκε ως ένας απλός στατιστικός δείκτης, ένα μικρό α, το οποίο καλούταν να περιγράψει την αναλογία κατανομής των ατόμων που αποτελούσαν ένα βιολογικό δείγμα στα διάφορα είδη[3]. Μάλιστα, θεωρούταν αυτονόητο ότι η ποικιλότητα είναι γενικά μικρή, αφού πάντα κάποια είδη υπερτερούν σημαντικά. Από άρθρο σε άρθρο όμως, και καθώς η ποικιλότητα ως στατιστικός δείκτης συνδέθηκε ισχυρά με τις κυρίαρχες και ανερχόμενες τότε μελέτες στατιστικής, πληροφορικής και κυβερνητικής (Fisher 1943, Shannon 1948, Margalef 1958), γρήγορα αντέστρεψε τη φορά της εξίσωσης και αναδείχθηκε αυτή ως το ζητούμενο μέγεθος: έτσι σε άρθρο με τίτλο «Μέτρηση της ποικιλότητας» δόθηκε η πρώτη εξίσωση υπολογισμού καθαυτής της ποικιλότητας, χωρίς φυσικά να διευκρινίζεται σε ποιο ερώτημα αυτή απαντά  (Simpson 1949). Θα ακολουθήσουν δεκάδες άλλες απόπειρες προσδιορισμού της καλύτερης δυνατής τέτοιας εξίσωσης.

Από τότε και για τρεις δεκαετίες δυο παράλληλες διαδικασίες αλληλοτροφοδοτούνταν σε μια εκρητική εξέλιξη: αφενός η ποικιλότητα άρχισε να αποκτά ένα θετικό αξιακό πρόσημο – είναι «καλό» να έχεις πολλά είδη και τα άτομα να κατανέμονται σε αυτά όσο το δυνατό πιο ισότιμα – και ταυτόχρονα να συνδέεται με άλλες θετικά φορτισμένες έννοιες  – πρώτα η «ισορροπία» ενός οικοσυστήματος η οποία κλήθηκε για να εκφράσει την προσδοκία αντοχής του απέναντι σε ανθρωπογενείς επιδράσεις και τις δυνατότητες επαναφοράς μετά από απώλειες, και μετά η «παραγωγικότητα» (McArthur 1955, Odum 1953) . Αφετέρου η ποικιλότητα αρχίζει όλο και περισσότερο να απλώνεται, να διεισδύει σε νέα πεδία, ενώ κορυφαία στατιστικά μοντέλα αφιερωνόταν στην καταμέτρησή της (μια εξαιρετική σύνοψη σε Peet 1974). Από την πρώτη φάση όμως, και ακόμα πιο φανερά στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν η συστημική οικολογία, στο πλαίσιο της οποίας αναδύθηκε και η ποικιλότητα, περνούσε στην κορύφωση της κρίσης της, πλανιόταν ανάμεσα στους ίδιους τους οικολόγους ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι σημαίνει πραγματικά για την οικολογία η ποικιλότητα (Hurlbert 1971). Κορυφαία άρθρα δίνουν την εντύπωση ότι οι συγγραφείς τους ξεκινούσαν με την δεδηλώμενη πρόθεση να υπερβούν τα αυτονόητα που η έννοια ήδη κουβαλούσε και κατέληγαν, μέσα από την πρακτική τους, σε μια απονενοημένη προσπάθεια να την αποκαταστήσουν, να της προσδώσουν περιεχόμενο, να επιβεβαιώσουν την ηγεμονία της[4].

Μια ηγεμονία που μεγάλωνε με τα χρόνια, έτσι ώστε όταν το 1986, η ομάδα γύρω από το γνωστό Αμερικάνο εντομολόγο (και όχι μόνο) E.O. Wilson θέλησε να βρει, κατά δήλωσή της, μια έννοια η οποία να περιγράφει με μια λέξη όλο το φυσικό πλούτο και να παρακινεί για την προστασία του, κατέφυγε εύκολα στην ποικιλότητα. Την παραδοσιακή ποικιλότητα, όπως τη βρήκε από τη συστημική οικολογία, την ονόμασε ποικιλότητα ειδών και πρόσθεσε σε αυτήν την ποικιλότητα οικοτόπων και την ποικιλότητα των – τόσο αγαπημένων στον κύκλο τους – γονιδιών. Οι τρεις αυτές ποικιλότητες αποτέλεσαν τις τρεις συνιστώσες μιας ολοκαίνουργιας λαμπερής έννοιας: της βιοποικιλότητας.

Μια δεκαετία μετά την επίσημη πρώτη, στο δεύτερο ομώνυμο Συνέδριο της, η ίδια η ομάδα των ιδρυτών, ομολογεί την έκπληξή της: σχεδόν ποτέ άλλοτε μια νεοεισαχθείσα επιστημονική έννοια δεν κυριάρχησε τόσο γρήγορα και τόσο καθολικά (Wilson 1997). Ποια ήταν λοιπόν η κινητήρια δύναμη αυτής της επέλασης; Σίγουρα όχι η επιστημονική σαφήνεια. Αν η ποικιλότητα είχε ακόμα μέσα της μια ανάμνηση συγκεκριμένου περιεχομένου, ως στατιστικός δείκτης, η βιοποικιλότητα αρνείται κάθε συγκεκριμένο νόημα με τη στιγμή της συγκρότησής της (στην πραγματικότητα βέβαια η νέα βιοποικιλότητα ταυτίστηκε στην πράξη απλά με την προϋπάρχουσα ποικιλότητα ειδών, αφού η «ποικιλότητα τοπίου» παρέμεινε ένα ρητορικό σχήμα χωρίς καμιά ουσιαστική προσπάθεια ορισμού, αποτύπωσης ή καταμέτρησης, ενώ οι απόπειρες ποσοτικοποίησης της γενετικής ποικιλότητας δεν συνδυάστηκαν ποτέ σε αυτό το εγχείρημα, αφού μετρούσαν κάτι τελείως διαφορετικό).

Μια έννοια λοιπόν αναδύεται μέσα από ένα συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, τη συστημική οικολογία, όπου καλείται να αποτυπώσει την περιπλοκότητα αρχικά των πληθυσμών και στη συνέχεια του συνόλου των σχέσεων ανταλλαγής ύλης και ενέργειας στο πλαίσιο ενός οικοσυστήματος. Αποκτά ένα κομβικό ρόλο, υποδεικνύοντας λεκτικά, με μια κίνηση, το φυσικό πλούτο, ως το ίδιο το γενικό αντικείμενο της οικολογίας ως επιστήμη, αλλά και ως πρακτική, αφού η διατήρηση της βιοποικιλότητας εξαρχής αναδεικνύεται ως ο απώτερος στόχος κάθε διαχειστικής πρακτικής. Η ίδια η έννοια παραμένει αέναα, και παρά τις συνεχείς προσπάθειες των επιστημόνων, χωρίς συνεπή με το θεωρητικό της πλαίσιο και κατ’ επέκταση γενικώς αποδεκτό ορισμό (ορισμός που αναγκαία εξαιτίας των χαρακτηριστικών της έννοιας, θα ήταν ποσοτικός, μια εξίσωση δηλαδή προσδιορισμού της βιοποικιλότητας). Γεγονός πάντως που καθόλου δεν την εμποδίζει να γίνεται αντιληπτή και κατανοητή από όλους: ως αυτονόητη.

Έχουμε μπροστά μας μια σαφή περίπτωση όπου το περιεχόμενο ενός δομημένου συνόλου σχέσεων ανταλλαγής ύλης και ενέργειας, όπως είναι ένα οικοσύστημα, καλείται να ενδυθεί τη μορφή ενός στατιστικού δείκτη, ενός δείκτη βιοποικιλότητας. Ένα μονοσήμαντο δηλαδή μέγεθος, μια ποσότητα, καλείται να ενσωματώσει μια άπειρη σειρά υλικών ποιοτήτων (είδη, πληθυσμοί, οικότοποι, γονίδια, τροφικά επίπεδα, βιοχωρητικότητες, ροές κοκ), οι οποίες εντασσόμενες στο πλαίσιο μιας μαθηματικής σχέσης (δηλ. εξίσωσης) εξισώνονται, γίνονται ομοιόμορφες, γενικά ισοδύναμα, επιμέρους εκφράσεις μιας φυσικής αυθύπαρκτης ποικιλομορφίας.

Το νέο αυτό φυσικό μέτρο που αναδύεται από τη φυσική πολυπλοκότητα, καλείται πια να τη νοηματοδοτήσει από – τα – έξω, ως προϋπόθεσή της. Κάθε φυσική ενότητα αποτιμάται ως προς τη βιοποικιλότητά της.

Η αποτίμηση αυτή έχει μόνο σχετικό νόημα, δηλ. μόνο μέσα σε μια σχέση σύγκρισης, όπου συγκρίνει ως προς την αξία τους δηλ. την εμπεριεχόμενη φυσική ποικιλία –  δύο διαφορετικές φυσικές ενότητες (ή συνηθέστερα δύο διαδοχικές καταστάσεις μιας ενότητας, όπως όταν γίνεται λόγος για μείωση ή διατήρηση της βιοποικιλότητας).

Μέσα από την παραπάνω διαδικασία η έννοια της βιοποικιλότητας λειτουργεί ως ένα μέσο ποσοτικοποίησης, εξομοίωσης διαφορετικών στοιχείων, αφαίρεσης από τη συγκεκριμένη υλική ποιότητα, συσχέτισης, σύγκρισης και τελικά αποτίμησης. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, ένα συγκεκριμένο γνωστικό περιεχόμενο καλείται να πάρει μια πολύ ιδιαίτερη εννοιακή μορφή και μάλιστα καλείται με έναν ιδιαίτερα επιτακτικό τρόπο, που παραβλέπει όλες τις αντιφάσεις που δημιουργούνται. Γιατί; Παρατηρήσαμε ήδη ότι η «κινητήρια δύναμη» αυτής της νικηφόρας πορείας πρέπει να αναζητηθεί έξω από το πλαίσιο του ίδιου του επιστημονικού πεδίου.

Γνωρίζουμε ότι η ποσοτικοποίηση γενικά, ως επιστημονικό φαινόμενο, έχει συνδεθεί με την μεταφορά, την αναπαράσταση, κυρίαρχων κοινωνικών πρακτικών από τη σφαίρα της οικονομίας και συγκεκριμένα της κυριαρχίας της ανταλλακτικής αξίας στο εσωτερικό της επιστήμης. Η σχετική αυτή συζήτηση έχει φτάσει στο σημείο να αναζητά στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων «το κλειδί της ιστορικής εξήγησης του αφηρημένου εννοιακού τρόπου σκέψης» (Ζίζεκ 2006):

«Προτού η σκέψη μπορέσει να φτάσει στην ιδέα ενός καθαρού ποσοτικού προσδιορισμού, η καθαρή ποσότητα, εκ των sine qua non της νεωτερικής επιστήμης της φύσης, ήδη λειτουργούσε στο χρήμα, στο εμπόρευμα εκείνο που καθιστά δυνατή τη συγκρισιμότητα της αξίας όλων των υπόλοιπων εμπορευμάτων, ανεξαρτήτως του επιμέρους ποιοτικού προσδιορισμού τους.»

Στο παράδειγμα της βιοποικιλότητας συναντάμε μια προκλητικά φανερή αντιστοιχία με τη λειτουργία της ανταλλακτικής αξίας στο πλαίσιο της χρηματικής ανταλλαγής εμπορευμάτων, στο πλαίσιο δηλαδή της αγοράς. Η χρηματική θεωρία της αξίας μας έχει δείξει εδώ και πολύ καιρό πως το κοινωνικό – αυτή τη φορά – περιεχόμενο ενός δομημένου συνόλου σχέσεων ανταλλαγής στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, ο οποίος συγκροτείται γύρω από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, καλείται να «ενδυθεί» τη μορφής μιας ανταλλακτικής αξίας, πως ένα μονοσήμαντο μέγεθος (ποσότητα) καλείται να συμπεριλάβει μια άπειρη σειρά υλικών ποιοτήτων (εδώ: ο συγκεκριμένος υλικός – ή και αύλος – χαρακτήρας των διάφορων εμπορευμάτων) και πώς αυτές εντασσόμενες στο πλαίσιο μιας μαθηματικής σχέσης εξισώνονται (στην κυριολεξία), γίνονται ομοιόμορφες, γενικά ισοδύναμα, επιμέρους εκφράσεις ενός φυσικού/κοινωνικού αυθύπαρκτου καταμερισμού εργασίας[5].

Οι αναλογίες φτάνουν μέχρι τέλους, καθώς η ανταλλακτική αξία αναδύεται σε προϋπόθεση και σκοπό συνολικά της παραγωγικής διαδικασίας. Κάθε στοιχείο αποτιμάται ως προς την αξία που περιέχει, αν και βέβαια αυτή η αποτίμηση έχει νόημα μόνο ως σύγκριση, ως σχέση μεταξύ δυο διαφορετικών στοιχείων, μια σχέση η οποία κρύβει με τη σειρά ολόκληρο το αναγκαίο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, το οποίο παρουσιάζεται μόνο μέσα από την προϋπόθεση της χρηματικής κυκλοφορίας. Αν λοιπόν το χρήμα στο πλαίσιο της εμπορευματικής – χρηματικής κυκλοφορίας, δηλαδή της αγοράς, λειτουργεί ως μέσο ποσοτικοποίησης, εξομοίωσης διαφορετικών στοιχείων, αφαίρεσης από τη συγκεκριμένη υλική ποιότητα, συσχέτισης, σύγκρισης και τελικά αποτίμησης, με αποτέλεσμα πάντα την αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, ισχυριζόμαστε ότι μας δίνει ένα έδαφος για να εξηγήσουμε τον ύποπτα αντίστοιχο ρόλο που επιτελεί η έννοια της βιοποικιλότητας στο πλαίσιο αυτή τη φορά του επιστημονικού πεδίου της οικολογίας.

Ακόμα περισσότερο όταν η βιοποικιλότητα αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, ή καλύτερα την βάση του, και μαζί της αναπτύσσεται μια ολόκληρη σειρά ποσοτικοποιήσεων μέσα από έννοιες όπως η φέρουσα ικανότητα, η τιμολόγηση των φυσικών πόρων, τα φυσικά όρια στην ανάπτυξη κοκ, πολλές από τις οποίες μπορούν να αποδειχθούν πολύ πιο ευάλωτες στην παραπάνω κριτική, αφού καταλήγουν όχι απλώς σε αναπαράσταση της ανταλλακτικής αξίας, αλλά στην ίδια την αξία καθεαυτή, σε συγκεκριμένα ποσά! Όλες πάντως οι παραπάνω έννοιες αποτελούν κομβικές προϋποθέσεις του θεωρητικού οικοδομήματος της αειφορικής ανάπτυξης, ή απλά πια της αειφορίας, χαρακτηρίζοντας ιδεολογικά το όλο εγχείρημα.

 

4. Η αειφορία, ο Ροβινσώνας και άλλοι σύγχρονοι μύθοι

Η έννοια της αειφορίας έχει ξεκινήσει την καριέρα της με αρκετά διαφορετικό τρόπο, αλλά στην πορεία παρουσιάζονται ισχυρές αναλογίες με την βιοποικιλότητα. Οι καταγωγές της έχουν αναζητηθεί στη δασοπονία των αρχών του αιώνα, όταν αναζητήθηκε ο κατάλληλος ρυθμός υλοτόμησης, λαμβάνοντας υπόψη τον ρυθμό παραγωγής ξυλομάζας ώστε να μην διακυβεύεται το βασικό εκείνο απόθεμα που θα μπορεί να αποδίδει διαρκώς τη ζητούμενη ποσότητα. Αν και ήδη διαφαίνονται οι θεωρητικές δυσκολίες, στο πλαίσιο της εμπειριστικής αυτής προσέγγισης δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο στατιστικός αυτός (πάλι) δείκτης φαίνεται να έχει κάποιο συγκεκριμένο, θετικό περιεχόμενο.

Πολύ μετά, και αφού έχει ήδη προετοιμαστεί το έδαφος από τη συζήτηση γύρω από τα φυσικά όρια στην ανάπτυξη (ορόσημο της οποίας είναι σίγουρα η έκθεση Limits to Growth που εκδόθηκε από τη Λέσχη της Ρώμης το 1974) η χρήση της θα επεκταθεί απότομα σε όλο τη φύση, χαρίζοντάς μας τη χαρακτηριστική απεικόνιση μιας Φύσης – Κεφάλαιο. Οι διάφορες φυσικές διαδικασίες αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των στοιχείων της φύσης εμφανίζονται συνολικά ομομορφικές με τις κοινωνικές διαδικασίες αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Η φύση εμφανίζεται ως ένα τεράστιο αυτόματο, που είναι ικανό να παράγει από μόνο του διαρκώς ένα σχετικό πλεόνασμα αξιών χρήσης, το οποίο μπορούμε «εμείς», δηλ. οι «άνθρωποι» να δρέπουμε. Το πλεόνασμα αυτό αποτελεί εξίσου μέρος της φύσης, οπότε η φύση διακρίνεται σε «δύο» μέρη: ένα αρχικό φυσικό κεφάλαιο και ένα παραγόμενο υπερπροϊόν.

Σύμφωνα με αυτές τις δοξασίες, αν παίρνουμε μόνο το υπερπροϊόν για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας και δεν καταναλώνουμε το κεφάλαιο, τότε αυτό θα συνεχίζει να αποδίδει αυτόματα εξασφαλίζοντας «και τις ανάγκες των επόμενων γενεών»[6]. Εμείς δεν θέλουμε όμως να επιμείνουμε στην εμφανή μεταφορά και στις εξίσου εμφανείς αντιφάσεις που δημιουργεί. Θα σημειώσουμε μόνο, για να επιστρέψουμε στα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω, ότι οι αντιφάσεις αυτές είναι εντυπωσιακά ανάλογες. Η αειφορία παραμένει και αυτή χωρίς κανένα κοινώς αποδεκτό ορισμό που να έχει κάποιο συνεκτικό νόημα, ορισμό που, και σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ποσοτικός, όπως οι ίδιες οι προδιαγραφές της έννοιας επιτάσσουν. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς βιολόγος για να αντιληφθεί εξαρχής ότι κανείς δεν μπορεί να ορίσει αυτή τη διάκριση μεταξύ «φυσικού κεφαλαίου» και «υπερπροϊόντος» προς κατανάλωση, να δείξει το κατάλληλο σημείο τομής με έναν αντικειμενικό, αποδεκτό τρόπο. Πόσο μάλλον αν κάνει και την απλή σκέψη ότι η ίδια η διαδικασία ιδιοποίησης από τον άνθρωπο είναι και αυτή μια φυσική διαδικασία που μετασχηματίζει συνολικά το υπόβαθρό της και επηρεάζει εξίσου τις υπόλοιπες φυσικές διαδικασίες αναπαραγωγής που υποτίθεται ότι μας αποδίδουν απλόχερα το υπερπροϊόν τους. Έτσι, αντί για ορισμό έχουμε απλώς ένα ευχολόγιο, που πολύ λίγη σχέση έχει πια με οποιαδήποτε επιστημονική διαδικασία. Γεγονός όμως που, κατά τα γνωστά, διόλου δεν εμποδίζει την αειφορία να πρωταγωνιστεί στο σύγχρονο οικολογικό δράμα.

Αν προχωρούσαμε λίγο πιο πέρα από τον εμφανή ομομορφισμό θα συναντούσαμε την ιδεολογική συνιστώσα πιο βαθειά, στις θεωρητικές προϋποθέσεις του όλου εγχειρήματος. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ανθρωπολογική διάσταση του: η αειφορία έχει μια συγκεκριμένη εικόνα για τη φύση γιατί έχει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα εδώ συναντάμε ξανά έναν γνώριμο ανθρωπολογικό μύθο, πιο παλιό και από τον Αδάμ και την Εύα. Υποθέτουμε λοιπόν ότι ο Άνθρωπος, ως ένα Ων εκ των προτέρων φορτωμένο με ένα βαρύ κατάλογο Αναγκών, τόσο βαρύ όσο οι πλάκες των Θεϊκών Εντολών, βρίσκεται ξαφνικά μέσα σε ένα εξωτερικό περιβάλλον, γεμάτο από μέσα για την ικανοποίηση αυτών των υπεριστορικών αντικειμενικών αναγκών[7]. Είναι ο ίδιος μύθος που ο Αλτουσέρ διαβάζοντας το Κεφάλαιο τον περιγράφει ως την ανθρωπολογική προϋπόθεση της αστικής πολιτικής οικονομίας (ο ίδιος ο Μαρξ θα διασκεδάσει πολύ ανακαλύπτοντας τη σχετική «Ρωβινσωνιάδα» που σχεδόν κάθε οικονομολόγος υποθέτει ως προϊστορία της παραγωγής), ο μύθος του Homo oeconomicus, που εδώ γίνεται και λίγο Homo oecologicus.

Η τραγωδία όμως του Ανθρώπου μας είναι ότι ενώ τα μέσα που έχει στη διάθεσή του αυξάνονται μόνο με ένα περιορισμένο ρυθμό (βλ. το φυσικό «υπερπροϊόν» που υποθέτει η αειφορία), οι ανάγκες του αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα. Εκεί λοιπόν οι κλασικοί οικονομολόγοι παρεμβάλλανε την ανάγκη της οικονομίας που, μάλλον ως διανομή παρά ως παραγωγή, καλείται να αντιστοιχήσει επιτυχημένα μέσα και ανάγκες. Οι σύγχρονοι οικολόγοι διάδοχοί τους με τη σειρά τους στηρίζουν ακριβώς εδώ την ανάγκη της «αειφορίας». Η ομοιότητα μεταξύ των μαλθουσιανών προσεγγίσεων και των ιδεών της αειφορίας είναι τόσο προφανείς που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μια αναβίωση το έργο του ίδιου του Μάλθους, ακόμα και από οικολόγους που αναφέρονται στο μαρξισμό, χωρίς όμως να ξεκόβουν από τις ιδέες των φυσικών ορίων και της αειφορίας[8].

5. Η ιδεολογία ως εξωτερικός κόμβος: το κοινωνικό αίτημα

Για να μην γινόμαστε όμως παράφορα αυστηροί θα πρέπει να σεβαστούμε τουλάχιστον τις προθέσεις τους: ούτε ο Μάλθους, ούτε οι μακρινοί πράσινοι απόγονοί του σήμερα δηλώνουν ότι παρακινούνται στις έρευνές τους από επιστημονικό ενδιαφέρον. Αντίθετα διατρανώνουν προς κάθε κατεύθυνση ότι προσπαθούν να απαντήσουν σε τεράστια κοινωνικά ζητήματα της εποχής τους: στην πείνα και την ανέχεια τότε (και τώρα), στην καταστροφή των φυσικών πόρων τώρα (και τότε). Εκφράζουν δηλαδή ένα αίτημα, θέλουν να σώσουν τον κόσμο από την επερχόμενη, αναπόφευκτη με τα ως τώρα – ή ως τότε – δεδομένα, καταστροφή. Ένα αίτημα που εμφανίζεται ως να κατευθύνεται από το χώρο της επιστήμης προς την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό όμως που κρύβεται κάτω από αυτή την κίνηση είναι ακριβώς η αντίστροφή της: η μεταφορά και αναπαράσταση στο εσωτερικό της επιστήμης κυριάρχων κοινωνικών πρακτικών που θα αποτελέσουν τη βάση ανάπτυξης αυτών ακριβώς των αιτημάτων.

Κάθε έννοια – σταυροδρόμι, όπως αυτές που εξετάζουμε εδώ, λειτουργεί αμφίδρομα: αφενός «εισάγει» στο εσωτερικό της θεωρίας αντιλήψεις και πρακτικές προερχόμενες από τις άλλες σφαίρες. Αφετέρου «εξάγει» από τη θεωρία προς τις άλλες σφαίρες αντιλήψεις και αναπαραστάσεις που καλούνται να στηρίξουν επιστημονικά κυρίαρχες κοινωνικές πρακτικές, να απαντήσουν σε απαιτήσεις της κοινωνίας, να τεκμηριώσουν πολιτικά – ιδεολογικά – οικονομικά αιτήματα. Οι δύο αυτές «κατευθύνσεις» δεν είναι διακριτές μεταξύ τους, καθώς η μία αποτελεί προϋπόθεση και αποτέλεσμα της άλλης: το κοινωνικό αίτημα εισάγεται για να αναπαραχθεί και να επανεξαχθεί σε έναν αέναο κύκλο: μια κίνηση που δεν μπορεί παρά να μας φέρνει στο μυαλό τον αλτουσεριανό αφορισμό για τον κλειστό κύκλο της ιδεολογίας (Αλτουσέρ 2003).

Οι παραπάνω «εισαγωγές» λοιπόν, όπως τις είδαμε μέσα από τις μεταφορές της βιοποικιλότητας και της αειφορίας, συνδέονται άρρηκτα με μια αντίστροφη αλλά ομόλογη «εξαγωγή»: το επιστημονικά τεκμηριωμένο αίτημα προς την κοινωνία για αειφορική ανάπτυξη και προστασία της βιοποικιλότητας. Η αντιστροφή αυτή καταδεικνύει ότι η αρχική εισαγωγή ποτέ δεν είναι «τυχαία», αλλά πάντα συνδέεται με κυρίαρχα κοινωνικά αιτήματα, τα οποία η επιστήμη καλείται επιτακτικά να στηρίξει.

Ας επιστρέψουμε καταρχάς στην – ούτως ή άλλως πιο ευάλωτη – έννοια της αειφορίας. Οι θεωρίες της αειφορικής ανάπτυξης δεν αντανακλούν με έναν ουδέτερο τρόπο τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου (δηλ. την «ανάπτυξη») πάνω στη φύση: πολύ περισσότερο εκφράζουν το αίτημα για αέναη συνέχεια αυτής της αναπαραγωγής, χωρίς αντιθέσεις και κρίσεις και αυτό σημαίνει πολλά περισσότερα.

Η διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου περιλαμβάνει δύο συνιστώσες: την αξιακή και την υλική. Γνωρίζουμε ότι η αξιακή συνιστώσα, δηλαδή η παραγωγή και η κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας αναδύεται ως η επικαθοριστική στιγμή. Γνωρίζουμε όμως επίσης ότι για να μπορεί να συνεχίζεται αυτή απρόσκοπτα προϋποθέτει αναγκαία και την ομαλή συνέχεια της υλικής αναπαραγωγής, δηλαδή της εργασιακής διαδικασίας. Ήδη από τον καιρό του Κεφαλαίου ο Μαρξ αφιερώνει ένα σημαντικότατο μέρος, ανάμεσά του και το μισό σχεδόν δεύτερο τόμο, για να σκεφτεί πάνω στις προϋποθέσεις αυτής της συνέχειας που συνοψίζονται στη δυνατότητα του κάθε ατομικού κεφαλαίου να βρίσκει διαθέσιμους στην αγορά και στη φύση τους αναγκαίους εκείνους υλικούς όρους για να βάλει σε κίνηση την εργασιακή διαδικασία που ελέγχει. Από τη σκοπιά του ατομικού κεφαλαίου, σκοπιά που όπως γνωρίζουμε συστηματικοποιείται και γενικεύεται από την αστική πολιτική οικονομία (τη συγγένεια της οποίας με τις θεωρίας της αειφορίας ήδη σημειώσαμε), αυτό μεταφράζεται αρχικά σε μια αντίληψη της φύσης, του υλικού υπόβαθρου της παραγωγής, ως ένα δεδομένο, αναλλοίωτο, υπεριστορικό και εξωτερικό περιβάλλον. Γνωρίζουμε επίσης ότι μια τέτοια αναπαράσταση της φύσης συνδέθηκε ιστορικά με την κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της αστικής πολιτικής οικονομίας.

Ακόμα περισσότερο όμως γνωρίζουμε πια ότι «ο,τι διώχνεις από την πόρτα, μπαίνει από το παράθυρο». Οι υλικοί όροι της παραγωγής, δηλαδή η φύση, μετασχηματίζονται διαρκώς μέσα από την παραγωγική διαδικασία και αυτό πια δεν μπορεί να μένει κρυφό, αφού οι τρόποι με τους οποίους μετασχηματίζεται εμφανίζονται ανυποχώρητοι μπροστά μας μέσα από τα διάφορα φαινόμενα της σύγχρονης οικολογικής κρίσης. Ακόμα περισσότερο, όταν οι συνέπειες αυτού του μετασχηματισμού – υποβάθμισης δεν περιορίζονται πια στην υλική συνιστώσα, αλλά επηρεάζουν σημαντικά και την αξιακή, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής και καθορίζοντας το ποσοστό της παραγόμενης υπεραξίας. Η παλιά κοσμοεικόνα πρέπει λοιπόν να ανατραπεί και να λάβει υπόψη της την καθοριστική αυτή πλευρά. Δεν μπορεί όμως και να ξεφύγει από το βασικό μοτίβο της εξωτερικής φύσης.

Για να φλερτάρουμε λοιπόν με την ορολογία του Κεφαλαίου, η λύση είναι αδύνατο να δοθεί στο πλαίσιο της αρχικής κοσμοεικόνας, αλλά δεν μπορεί επίσης παρά να δοθεί μόνο σε αυτό. Αναφερόμαστε φυσικά σε λύση όχι της πραγματικής αντίθεσης, η οποία παραμένει τόσο υπαρκτή όσο και η οικολογική κρίση ή η τάση πτώσης του μέσου γενικού κέρδους που η ίδια κρίση τροφοδοτεί, αλλά σε λύση της ιδεολογικής αντίφασης που την αντανακλά. Χρειαζόμαστε λοιπόν μια «μαγική» λύση και εδώ εμφανίζεται η ιδεολογία της «αειφόρου ανάπτυξης»: η φύση χωρίζεται στο αρχικό κεφάλαιο και στο παραγόμενο υπερπροϊόν. Το αρχικό φυσικό κεφάλαιο εκπροσωπεί την εικόνα της αναλλοίωτης σταθερής φύσης, το υπερπροϊόν την παραδοχή του μετασχηματισμού. Υποθέτουμε έτσι ξανά ότι μπορούμε να μετασχηματίζουμε διαρκώς, δηλαδή να παράγουμε, και μάλιστα διευρυμένα, δηλαδή να αναπτυσσόμαστε, ενώ το υλικό υπόβαθρο αυτού του μετασχηματισμού, η φύση, παραμένει αέναα αναλλοίωτο. Απαιτούμε δηλαδή μια ανάπτυξη που να διατηρεί αέναα την υλική της βάση, μια αειφόρο ανάπτυξη, και, σε τελευταία ανάλυση, μια αειφόρο κερδοφορία.

Η αντίφαση λύθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στον καλύτερο δυνατό κόσμο, τον κόσμο του κεφαλαίου. Η αειφόρος ανάπτυξη έγινε έτσι ο διαρκώς ζητούμενος αλλά πάντα άπιαστος όρος της αέναης συμβίωσης φύσης και κεφαλαίου, η ουτοπία μιας κεφαλαιοκρατικής παραγωγής χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις και αναγκαίες κρίσεις, το «τέλος της ιστορίας» εκφρασμένο στο πεδίο της οικολογίας.

Αν η βιοποικιλότητα λοιπόν, ως επιστημονικά τεκμηριωμένο κοινωνικό αίτημα και ως ένας εξαιρετικά πρωτότυπος και καθολικός νέος ορισμός της φύσης εκφράζει «τί είναι αυτό που πρέπει να διατηρηθεί», η αειφορία δείχνει «γιατί πρέπει να διατηρηθεί».

Το επιστημολογικό ενδιαφέρον εδώ μπορεί να εντοπιστεί στην αντιστοιχία αυτού που πρέπει να διατηρηθεί και της αιτίας που πρέπει να διατηρηθεί, στην αντιστοιχία δηλαδή μεταξύ της φύσης της βιοποικιλότητας και της φύσης της αειφορίας. Κομβικά: μια φύση που αντί για δομημένους καθορισμούς σε μια συνεκτική δομή διαθέτει μια άπειρη ποικιλία εξομοιωμένων στοιχείων (βλ. βιοποικιλότητα), επιτρέπει τις διαχειριστικές διακρίσεις που είναι αναγκαίες για την αειφορία, ή  αντίστοιχα μια φύση ομογενοποιημένη – ποσοτικοποιημένη, η φύση της βιοποικιλότητας, επιτρέπει την αναγωγή της σε μια φύση κεφαλαιοποιημένη, τη φύση της αειφορίας. Συνθηματολογικά, μια φύση – αγορά εμφανίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση μιας φύσης – κεφάλαιο.

Η δύναμη του ζεύγους πηγάζει από αυτήν ακριβώς την αλληλεξάρτηση, τον κλειστό – ταυτολογικό, δηλ. ιδεολογικό, χαρακτήρα του. Η συμπληρωματικότητα αυτή προσφέρει την ελάχιστη σχετική συνοχή που οφείλει να διαθέτει ένα ιδεολογικό πεδίο για να λειτουργεί ως τέτοιο. Και αν κρίνουμε από την εμβέλεια, την κυριαρχία και την ασυλία που έχουν εξασφαλίσει αυτές οι έννοιες, το κάνει αποτελεσματικά.

6. Η ιδεολογία ως εσωτερικός κόμβος: το σημείο διαρραφής

Κρατώντας τα παραπάνω συμπεράσματα, ας επιστρέψουμε για τελευταία φορά στο εσωτερικό του επιστημονικού μας πεδίου, το οποίο όμως πια μας αποκαλύπτεται ως ριζικά διχασμένο, ως επιστημονικό και ταυτόχρονα ιδεολογικό. Ο διφυής αυτός χαρακτήρας μεταφέρει τις συνέπειες αυτόματα από τη μία πλευρά στην άλλη.

Η βιοποικιλότητα, ορίζοντας ιδεολογικά τι είναι αυτό που πρέπει να διατηρηθεί, αναδεικνύεται ως ο κεντρικός καθορισμός του όλου πεδίου, η ιδιαίτερη ταυτότητά του, η λέξη στην οποία αναφέρονται τα πράγματα για να αναγνωρίσουν τη θέση τους στο πεδίο, δηλαδή την ενότητά τους: τα «είδη» είναι «ποικιλότητα ειδών», το «γονιδιακό απόθεμα» γίνεται «γονιδιακή ποικιλότητα» κοκ. Όπως παρατηρήσαμε, η ίδια η οικολογία ανάγεται σε «μελέτη της βιοποικιλότητας».

Η λειτουργία αυτή, πρωτότυπη για επιστημονικές διαδικασίες, μας είναι εξαιρετικά οικεία από την ιδεολογία. Ένα ιδεολογικό πεδίο (το οποίο στην περίπτωση μας είναι ταυτόχρονα και επιστημονικό) αποτελείται από ένα χαλαρό δίκτυο εννοιών, των οποίων το νόημα διαρκώς ολισθαίνει και επαναπροσδιορίζεται, δηλαδή επικαθορίζεται από την ιδεολογική (και άρα κοινωνική) συγκυρία. Ο επικαθορισμός αυτός εμφανίζεται ως επιβολή νοήματος από μια κεντρική έννοια με καθολικό και ισχυρό κύρος, μια έννοια κοινωνικά αναγνωρίσιμη και αποτελεσματική (Ζίζεκ 2006).

Η έννοια αυτή καλείται να νοηματοδοτήσει όλες τις άλλες, να σταματήσει το γλίστρημά τους και να σταθεροποιήσει το νόημά τους, να μετατρέψει το νέφος ιδεών σε ένα σχετικά συνεκτικό ιδεολογικό πεδίο – είναι το γνωστό από τον Λακάν σημείο διαρραφής.

Η όλη συζήτηση για το σημείο διαρραφής φαίνεται να περιγράφει χαρακτηριστικά την πορεία της βιοποικιλότητας. Το πιο εντυπωσιακό είναι όμως το αναγκαίο αποτέλεσμα αυτής της πορείας πάνω στην ίδια την έννοια – σημείο διαρραφής. Καθώς ο ρόλος τέτοιων εννοιών είναι καθαρά δομικός, η σημασία τους έγκειται στην πράξη εκφοράς τους, στη δύναμη τους να ονοματίζουν. Η δύναμη αυτή πηγάζει όμως πάντα από μια ιδεολογική μεταφορά, δηλαδή από την κοινωνική τους καταγωγή και όχι από το θετικό γνωστικό τους περιεχόμενο. Το τελευταίο μάλιστα αποδεικνύεται όχι απλά άχρηστο, αλλά και βάρος στην πορεία ανάδειξης μιας έννοιας ως κυρίαρχο ενοποιητικό στοιχείο. Κάθε θετικό γνωστικό περιεχόμενο προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο προσδιορισμό, ένα σχετικά σαφή ορισμό και συνεπώς θέτει όρια, δημιουργεί αντιθέσεις, αποκλείει από την άμεση υπαγωγή στη γενικότητα που ως έννοια περιγράφει. Κάθε ορισμός έρχεται έτσι σε αντίθεση με την απαιτούμενη εδώ ιδεολογική Καθολικότητα: κάθε αποτελεσματική έννοια – σημείο διαρραφής οφείλει να μένει αέναα άγνωστη, όπως ο Θεός με τις άγνωστες βουλές Του, η Αγορά με τις «μυστήριες δυνάμεις» της, ο Λαός με την απροσδιόριστη γενική του θέληση.

Από όλο το πλέγμα των επιστημονικών εννοιών που λειτουργούν ιδεολογικά, μπορούμε να διακρίνουμε σε κάθε θεωρητική συγκυρία μία έννοια κεντρική, που καθορίζει όλες τις υπόλοιπες, που χάνει κάθε προσδιορισμένη σχέση μαζί τους για να αποκτήσει ένα νοηματοδοτικό καθολικό ρόλο. Η ιδεολογική δραστικότητα απλώνεται έτσι σε όλη την έκταση της δομής, αλλά και συμπυκνώνεται σε ένα κόμβο, εδώ στη βιοποικιλότητα. Όλες οι έννοιες παραμένουν ιδεολογικά ενεργές, αλλά μόνο ελάχιστες συγκεκριμένες έννοιες αποκτούν το «στάτους» αυτού του σημείου διαρραφής. Ποιες θα είναι αυτές θα κριθεί φυσικά και από το κοινωνικό τους αντίκτυπο, δηλαδή την ιδεολογική πίεση, αλλά και από τη θέση τους στο εσωτερικό της επιστημονική δομής. Μια περιορισμένη, περιοχική επιστημονική έννοια, όσο δραστική ιδεολογικά και να μπορεί δυνητικά να είναι, δεν μπορεί να αναδυθεί σε τέτοιο σημείο το ίδιο εύκολα με μια έννοια που από τη στιγμή της διατύπωσής της ήδη ήταν στο κέντρο του πεδίου της. Η ποικιλότητα που εισάχθηκε ακριβώς για να αποτυπώνει με τη μορφή μιας στατιστικής σταθεράς το σύνολο των περιβαλλοντικών παραμέτρων είχε όλα τα προσόντα για αυτό το ρόλο.

Καθώς η βιοποικιλότητα αναδύεται στον κεντρικό ιδεολογικό καθορισμό του ιδεολογικού – επιστημονικού πεδίου της, αυτονομείται από το προηγούμενο πεδίο της συστημικής οικολογίας και χάνει το – όποιο – προσδιορισμένο θετικό περιεχόμενο διέθετε σε εκείνο το πλαίσιο, έστω ως στατιστικός δείκτης. Στο νέο πεδίο που η ίδια διαμορφώνει παραμένει υποχρεωτικά κενή περιεχομένου, αδυνατεί να αποκτήσει οποιοδήποτε θετικό αντικειμενικό ορισμό. Κάθε τέτοιος ορισμός (ο οποίος για μια έννοια – δείκτη σε τελευταία ανάλυση δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια μαθηματική σχέση, μια εξίσωση) θα περιελάμβανε αναγκαία κάποια στοιχεία του πεδίου (είδη, ροές, ενέργεια κοκ) και θα απέκλειε εξίσου αναγκαία κάποια άλλα, απαγορεύοντας έτσι την άμεση συσχέτισή τους με τη βιοποικιλότητα και αναιρώντας έτσι την ίδια την ολότητα του πεδίου.

Η βιοποικιλότητα παραμένει μια έννοια χωρίς νόημα και ταυτόχρονα, καθώς δίνει νόημα σε όλες τις άλλες, εμφανίζεται ως η ακραία συμπύκνωση νοήματος, το όνομα του Όλου, της ίδιας της Φύσης. Το περιεχόμενό της – το περιεχόμενο που δεν έχει – είναι αυτονόητο: όλοι ξέρουμε τι είναι η βιοποικιλότητα.

Η «κένωση νοήματος» αναδεικνύεται έτσι όχι ως μια ασυνέχεια προς πλήρωση, ως πρόβλημα προς επίλυση, αλλά ως αναγκαία προϋπόθεση και αποτέλεσμα του ιδεολογικού ρόλου της έννοιας, ως αδύνατο πρόβλημα. Γεγονός που εξηγεί την αντίφαση που επισημάναμε από την αρχή και η οποία έχει ερμηνευθεί ως επιστημολογικό εμπόδιο, ή σύμπτωμα επιστημολογικής κρίσης, που προέρχεται από την επίδραση της ιδεολογίας στο εσωτερικό της επιστήμης:

«ένα πρόβλημα υποδεικνύει τα αναγκαία μέσα για την επίλυσή του και ταυτόχρονα παραμένει αέναα άλυτο» (Μπαλτάς 2005).

7. Χαράσσοντας διαχωριστικές γραμμές

Αν η αειφορία για τη βιοποικιλότητα είναι μια ιδεολογική πρόταση, δεν σημαίνει ότι είναι απλά μια «ψευδής πρόταση», αλλά, για να κλέψουμε από την ψυχανάλυση (Ζίζεκ 2006), «αποτελεί το σύμπτωμα για μια πραγματικότητα διαφορετική από αυτή για την οποία μιλάει»: τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και την επίδρασή τους στη φύση και την επιστήμη (Althusser 1990). Υποδεικνύει έτσι την ανάγκη για επερωτήσεις των «προφανειών», τομές, χάραξη διαχωριστικών γραμμών με την ιδεολογία. Εφικτό;

Η ψυχανάλυση πάλι μας λέει ότι ένα «σύμπτωμα» είναι αντιληπτό μόνο προϋποθέτοντας τη γνώση της αιτίας του, μόνο «από τη σκοπιά του μέλλοντος». Το γεγονός ότι το αντιλαμβανόμαστε υποδεικνύει ότι διαθέτουμε ήδη τις θεωρητικές προϋποθέσεις για να ανταγωνιστούμε τις ιδεολογικές παραδοχές, να μιλήσουμε για μια οικολογία πέρα από τα φαντάσματα της βιοποικιλότητας και από τις εντολές της αειφορίας, για μια σχέση μας με τη φύση πέρα από τα κυρίαρχα πρότυπα της διαχείρισης και της προστασίας. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι οι οικολόγοι το επιχειρούσαν, ή έστω το προανήγγειλαν, από τα πρώτα χρόνια αυτής της κρίσης. Ισχυριζόμαστε όμως ότι αυτό δεν αρκεί.

Καθώς η συνάρθρωση της θεωρίας με τις υπόλοιπες κοινωνικές πρακτικές δεν γίνεται μέσα από μια ομοιογενή αλληλοκάλυψη, αλλά μέσα από «εναλλαγές, μεταθέσεις και συμπυκνώσεις», αναδεικνύονται σημεία – κόμβοι όπου η ιδεολογία εμφανίζεται ως η καθοριστική στιγμή της αντίθεσης. Αυτό μπορεί να είναι φανερό σε αυτήν την περίπτωση όχι από το εσωτερικό της επιστήμης, αλλά από την εξέταση του τρόπου συνάρθρωσής της με την πολιτική, τις πρακτικές ιδεολογίες, την οικονομία κοκ.

Τελικά, η διάκριση των ιδεολογικών λειτουργιών, η χάραξη διαχωριστικών γραμμών μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας, θεμελιώνεται στην ανάπτυξη της επιστήμης, δεν είναι όμως εσωτερική στην επιστήμη. Στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη οπτική όλης της κοινωνικής δομής, επιστρατεύει συμμαχίες από άλλους θεωρητικούς και κοινωνικούς χώρους, συνδέεται επίσης με εξωεπιστημονικές πρακτικές, πολιτικές, φιλοσοφικές και ιδεολογικές.

Οι υποψίες μας λοιπόν καταλήγουν σε ανοιχτά διατυπωμένες κατηγορίες, σε θέσεις που αντιπαρατίθενται σε άλλες θέσεις, σε μια γενική κατάσταση μάχης στο εσωτερικό της θεωρίας. Μάλιστα, όλες οι θέσεις συνδέονται εξίσου με εξωτερικές κοινωνικές πρακτικές και έτσι η διαδικασία που ακολουθούμε ανοίγει αναπόφευκτα το δρόμο και στην ακριβώς αντίστροφή της: και οι θέσεις αυτές θα φανούν με τη σειρά τους ύποπτες για τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες που εξαπολύουν απέναντι στις κυρίαρχες θέσεις, δηλαδή για ιδεολογικές εξαρτήσεις.

Αυτός όμως είναι και ο μόνος υπαρκτός δρόμος. Η ιδεολογία στο εσωτερικό της επιστήμης, εκφρασμένη μέσα από την αυθόρμητη φιλοσοφία των επιστημόνων, δεν «αποκαλύπτεται», δεν διαλύεται ως «ψευδαίσθηση» μέσα από μια απλή περιγραφή. Η όλη η διαδικασία αποτελεί ένα ανοιχτό πεδίο μάχης  και η μάχη αυτή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Εμείς καλούμαστε απλώς να πάρουμε θέση σε αυτή, να διακρίνουμε τα μέτωπά της, να επιταχύνουμε και να καθορίσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας τις εξελίξεις.

 


Αναφορές

 

Αλτουσέρ Λουί (1978), Για τον Μαρξ. Αθήνα: Εκδόσεις Γράμματα

Αλτουσέρ Λουί (1999), Θέσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο

Αλτουσέρ Λουί (2003), Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

Althusser Luis (1990), Philosophy and the Spontaneous Philosophy of the Scientists. London: Ed. Verso

Βλάχου Α., Benton T., Grundmann R. (1995), Κοινωνία και Φύση. Αθήνα: Εκδόσεις Δελφίνι

Fisher R.A., Corbet A.S., Williams C.B. (1943), The relation between the number of individuals and the number of species in a random sample of an animal population. J. Animal Ecology 12: 42-58

Ζίζεκ Σλαβόι (2006), Το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Scripta

Hurlbert S.H. (1971), The Nonconcept of Species Diversity: A Critique and Alternative Parametres. Ecology, 52: 577–586

Κορφιάτης Κωνσταντίνος (1994), Οικολογικές θεωρίες στρατηγικών βιολογικού κύκλου: Μεθοδολογική προσέγγιση. Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη.

Margalef R. (1958), Information theory in Ecology. Gen. Systematics 3:36-71

Μαρξ Καρλ (1996), Το Κεφάλαιο, τ.1. Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

Μαρξ Καρλ (1990), Grundrisse (Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας). Αθήνα: Εκδόσεις Στοχαστής

McArhtur R.H. (1955), Fluctuations of animal populations and a measure of community stability.  Ecology 36: 533-536

Μπαλτάς Αριστείδης (2002), Για την επιστημολογία του Λουί Αλτουσέρ. Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος

Odum E.P. (1953), Fundamentals of ecology. Philadelphia: Saunders

Dodden,  van W. H. and R. h. Lowe-McConnell (1975). Editors of “Unifying concepts in ecology”. Report of the plenary sessions of the First international congress of ecology, The Hague, The Netherlands, September 8-14, 1974. Dr. W. Junk bv Publishers. The Hague. Pudoc Wageningen.

Peet R.K. (1974), The measurement of species diversity. Annual Review of Ecology and Systematics 5: 285-307

Preston F.W. (1948), The commonness and rarity of species. Ecology 29: 254 – 283

Simpson E.H. (1949), Measurement of Diversity. Nature 163: 688

Σχίζας Δημήτρης (2007), Δομή και λειτουργία οικολογικών συστημάτων: μια μεθοδολογική ανασυγκρότηση. Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη

Wilson E.O. (1986),Congress National Forum on BioDiversity, Washington D.C.

Yule G.U. (1944), Statistical study of  Literary Vocabulary, Cambridge


[1] Αναφερόμαστε φυσικά στο γνωστό επιστημονικό πεδίο, προς αποφυγή σύγχυσης με την πολιτική κριτική για «συστημικές» και «αντισυστημικές» αντιλήψεις.

[2] Όπως είναι φανερό, το επιστημολογικό υπόβαθρο της δουλειάς αυτής είναι πάνω – κάτω η αλτουσεριανή σκοπιά, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στα βασικά κείμενα του ίδιου και των μαθητών του: Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο (2003), Για τον Μαρξ (1978), Philosophy and the Spontaneous Philosophy of the Scientists (1990), Θέσεις (1999) κα. Διαλέξαμε να ακολουθήσουμε μια – ας το πούμε – σχετικά αυστηρή ερμηνεία της επιστημολογικής αυτής σχολής, αλλά δεν αποφύγαμε τον πειρασμό να παραχωρήσουμε σημαντικό χώρο σε ανθρώπους που ρητά ή άρρητα αναφέρονται σε αυτή, όμως έχουν προχωρήσει και προς άλλες κατευθύνσεις, όπως ο Slavoj Zizek (Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Αθήνα 2006).

[3] Αναφέρονται μόνο τα βασικά άρθρα που εισήγαγαν αρχικά την έννοια: Fisher 1943, Yule 1944, Shannon 1948, Simpson 1949. Ακολουθεί μετά μια ευρεία βιβλιογραφία νέων δεικτών ή νέων επεξεργασιών, πάντα με στατιστικό κυρίως ενδιαφέρον, όπως Preston 1948, McArthur 1955 κοκ.

[4] Αυτή η αντίφαση δεδηλωμένων θέσεων και πρακτικών ξεδιπλώνεται καλύτερα από παντού στα πρακτικά του Συνεδρίου του 1974 «Ενοποιητικές αντιλήψεις για την Οικολογία» (Dodden 1975), όπου συγκεντρώνονται άρθρα των κορυφαίων συστημικών οικολόγων της εποχής, μιας εποχής κορύφωσης της κρίσης της συστημικής οικολογίας.

[5] Η μαρξική χρηματική θεωρία της αξίας ιδρύεται φυσικά στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου». Από τις αναλύσεις για αυτή συγκρατούμε τους Αλτουσέρ 2003 και τα άρθρα του Rubbin στο τ.44 των Θέσεων και των Μηλιού κα στο τ.86.

[6] Η φράση είναι από την Αναφορά της Επιτροπής Brudthland «Για ένα αειφορικό μέλλον», το πρώτο θεσμικό κείμενο για την αειφορία, όπου υπάρχει και ο διάσημος ορισμός της αειφορικής ανάπτυξης ως ανάπτυξη «που ικανοποιεί τις σημερινές ανάγκες χωρίς να διακινδυνεύει τη δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών των επόμενων γενιών».

[7] Τα «Μαργκινάλια για Άντολφ Βάγκνερ», από τα τελευταία γνωστά κείμενα του Μαρξ, είναι πολύ χρήσιμο σε αυτή την κριτική (Μαρξ 1996) .

[8] Χαρακτηριστικός μαρξιστής και συνάμα μαλθουσιανός συγγραφέας ο Ted Benton, με τη θεωρία του για τα φυσικά όρια στις παραγωγικές δραστηριότητες (Βλάχου 1995)

“Sustainability for biodiversity”…

…on the relation between ideology and science at the dominant discourse of contemporary ecology

 

Nikos Nikisianis & Giorgos P. Stamou

Department of Ecology

Aristotle university of Thessaloniki

 

Summary

A frame of popular concepts, like conservation, management, natural limits and, specially, (bio)diversity and sustainability is dominating the scientific and social discourse of ecology. Although these concepts are recognized as scientific, ecologists note their shortfall of positive definition. On the other hand, these concepts have powerful social uses, bridging science with economy and politics. Epistemological theories about the relation between science and ideology suggest that this role may hint ideological metaphors.

Indeed, it can be shown that (bio)diversity, as a quantification of the constructed totality of natural qualities, is based on the dominance of exchange value in economy, transferring its function in the interior of science. Correspondingly, the metaphor of “natural capital” in the frame of sustainability is a direct reflection of the reproductive process of total social capital. More generally, theories around sustainability seem to share the same anthropological base with classic bourgeois political economy.

These concepts have a two-direction role: importing inside science dominant ideological positions and social demands and exporting them as scientific documented demands. It is supported that these directions are not independent. As a matter of fact, the ecological demand for sustainable development ultimately expresses the dominant social demand for reproduction of capital, or for economical development. Finally, the theory of ideology is used to examine how only some of these ideological concepts dominate their scientific/ideological field, determining all others. Upon this ground, ecology is perceived as a “science of biodiversity”, aiming at the “sustainability of natural wealth”.