«Έξω οι Βούλγαροι από την Ελληνική Βουλή»

Δημοσιεύτηκε στο alterthess στις 16 Σεπτέμβρη 2011

Παρ’ ότι είναι πια σαφές σε κάθε νοήμωνα άνθρωπο, ανεξάρτητου πολιτικής τοποθέτησης, ότι η «μάχη της Μακεδονίας» έχει οδηγήσει τον ελληνικό εθνικισμό, ακριβώς εξαιτίας της επιθετικότητάς του, από ήττα σε ήττα, στη Θεσσαλονίκη το σπορ της πατριδοκαληπείας συνεχίζει να θεωρείται αυτονόητο καθήκον για κάθε εθνικόφρωνα πολιτευτή και δημοσιογράφο. Δεκάδες παράγοντες της πολιτικής ζωής της πόλης μας ψάχνουν εδώ και χρόνια με το μεγενθυντικό φακό δηλώσεις και δημοσιεύματα, «αποκαλύπτοντας» κάθε τόσο νέες συνωμοσίες ενάντια στην πατρίδα και νέους προδότες που έχουν εμφυλοχωρήσει στις τάξεις του έθνους. Ο ακραίος εθνικισμός άλλωστε ποτέ δεν διακρίθηκε για τη σχέση του με τη λογική, πόσο μάλλον με την ευγένεια.

Το τελευταίο παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό για το πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει κάποιος στο πλαίσιο αυτού του πλειοδοτικού διαγωνισμού για την υπεράσπιση του ονόματος της Μακεδονίας. Γνωστή κίτρινη και ακροδεξιά (στο χώρο των ΜΜΕ τα δύο αυτά επίθετα τείνουν να γίνουν μάλλον συνώνυμα) ιστοσελίδα της πόλης με το εύγλωττο τίτλο «τα χάλια»  έχει ξεκινήσει εδώ και λίγες ημέρες καμπάνια δυσφήμισης και σπίλωσης για …ανθελληνισμό το γνωστό αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Μανώλη Γλέζο. Αφορμή, η αρνητική του ψήφος στο Δημοτικό Συμβούλιο της Πάρου για τοποθέτηση ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο νησί.

Ο Μανώλης Γλέζος φέρεται να δήλωσε το -αυτονόητο για κάθε άνθρωπο που κατέχει στοιχειώδεις γνώσεις ιστορίας επιπέδου δημοτικού- ότι στην εποχή της Μακεδονικής κυριαρχίας καταργήθηκαν οι θεσμοί της αρχαίας δημοκρατίας των πόλεων. «Τα χάλια» λοιπόν, καταλήγουν ότι «οι γνώσεις του Μανώλη Γλέζου είναι φτωχές ιστορικά και δεν αντέχουν σε καμία συζήτηση». Ακολουθούν οι συνήθεις ύβρεις περί θολοκουλτούρας κοκ, ενώ αλγεινή εντύπωση προκαλεί ο χαρακτηρισμού ενός ανθρώπου, που είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί μαζί του, παραμένει στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αγώνων εδώ και 70 χρόνια, ως «παππούλη».

«Τα Χάλια» όμως δεν μένουν εδώ. Αποκαλύπτοντας τις ιστορικές τους αναφορές, αναβιώνουν το μετεμφυλιακό κράτος, κατηγορώντας επί της ουσίας τον Μανώλη Γλέζο για …εσχάτη προδοσία. Θυμήθηκαν μάλιστα, αναδημοσιεύοντας και τα σχετικά πρωτοσέλιδα της εποχής, τη δίωξη που είχε ξεκινήσει ενάντια στο Μανώλη Γλέζο για εσχάτη προδοσία το 1963, όταν τόλμησε να θέσει στην ελληνική βουλή τα προβλήματα της μακεδονικής μειονότητας (η οποία για τους εθνικιστές της χώρας μας από τότε μέχρι σήμερα παραμένει ανύπαρκτη). Το σχετικό άρθρο καταλήγει με την πολεμική ιαχή που ακούστηκε τότε στη Βουλή (να μαντέψουμε από ποια πτέρυγα;) «Έξω οι Βούλγαροι από την ελληνική Βουλή».

Κανένα λόγο δεν θα είχαμε να ασχοληθούμε με την κίτρινη λάσπη των «χάλιων» και καμία ανάγκη δεν έχουμε ούτε και εμείς, ούτε περισσότερο και ο Μανώλης Γλέζος, να θυμήσουμε την ιστορία του. Αυτό όμως που μας αναγκάζει να το κάνουμε, και ένας βασικός λόγος για την ίδια την ύπαρξη και τη λειτουργία του alterthess.gr, είναι για να δείξουμε ότι και στο χώρο του τύπου και των ΜΜΕ, όπως και αλλού, η Θεσσαλονίκη των μειονοτήτων, των κοινωνικών κινημάτων, της Φεντερασιών και του Μάη του 36, δεν μπορεί να «εκπροσωπείται» από τους βρυκόλακες της πατριδοκαπηλείας και τους πολιτικούς απογόνους αυτών που την ώρα που οι Γλέζοι κατεβάζαν τις σημαίες των φασιστών από την Ακρόπολη, αυτοί παζάρευαν την αμοιβή τους για τη συμμετοχή στα χιτλερικά τάγματα ασφαλείας.

ΥΓ. Στο πλαίσιο της πατριωτικής τους εκστρατείας για τη Μακεδονία (η οποία μάλλον κορυφώνεται αυτές τις ημέρες λόγω …Ευρωμπάσκετ), «τα χάλια» φτάνουν στο σημείο να δημοσιεύσουν ένα εμετικό, ναζιστικής έμπνευσης «ρεπορτάζ» με μια φωτογραφία ενός μαύρου παίχτη της εθνικής ομάδας της (Π.Γ.Δ., αν επιμένετετε) Μακεδονίας, ρωτώντας αν μοιάζει με απόγονο του Μεγαλέξανδρου ή με «μογγολοειδές». Να θυμήσουμε ότι τα ελληνικά χρώματα έχει τιμήσει εδώ και χρόνια ο εξαιρετικός Σοφοκλής Σχορτσιανίτης, καβαλιώτης και -άρα- μακεδόνας, χωρίς να δεχθεί (από όσο ξέρουμε) ευτυχώς αντίστοιχες επιθέσεις από τους ρατσιστές, θιασώτες της φυλετικής καθαρότητας.

Νίκος Νικήσιανης

http://www.alterthess.gr/content/%CE%AD%CE%BE%CF%89-%CE%BF%CE%B9-%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AE

Όταν ο κ. Πάσχος δεν έμαθε καλά το μάθημά του

Δημοσιεύτηκε στο alterthess στις 6 Ιούνη 2012

Πριν από λίγες ημέρες, ο έγκριτος δημοσιολόγος κ. Πάσχος Μανδραβέλης, στην ακόμα πιο έγκριτη «Καθημερινή», έγραφε σε ένα από τα γνωστά διδακτικά του άρθρα, με το βαρύγδουπο τίτλο «Το άλλο μάθημα από την Ισλανδία»:

«Αν πάει κάποιος στην Ισλανδία θα διαπιστώσει ότι στα ταμεία των περισσότερων καταστημάτων δέχονται σχεδόν όλα τα νομίσματα του κόσμου: ευρώ, δολάριο, σουηδική κορώνα, βρετανική λίρα, καναδικό δολάριο, μέχρι και γιεν Ιαπωνίας. Στο τέλος της λίστας είναι η ισλανδική κορώνα που αποτιμάται με τέσσερα μηδενικά (0,000). ‘Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να αγοράσεις τίποτε, διότι το ισλανδικό νόμισμα πλέον είναι χωρίς αξία. Κανείς δεν το εμπιστεύεται’, δήλωσε μια Ισλανδή κάτοικος του Ρέκιαβικ».

Με αυτά τα ακλόνητα γεγονότα, ο κ. Πάσχος ήθελε να ταπώσει οριστικά όλους αυτούς τους ημιμαθείς που γράφουν «αυτόν τον καιρό στην Ελλάδα για την ‘επανάσταση των Βίκινγκς’, για τη διαγραφή του χρέους από τους Ισλανδούς και άλλα αριστερολυρικά». Ο ίδιος αντίθετα, με το κύρος του σοφού παντογνώστη, μας πληροφορεί ότι «οι καταθέσεις των Ισλανδών που είναι αναγκαστικά σε τοπικό νόμισμα μηδενίστηκαν». Φυσικά, όλα αυτά τα έλεγε για να αποδείξει χωρίς δεύτερη κουβέντα ότι «κανείς δεν θα εμπιστεύεται τη μεταμφιεσμένη δραχμή» και να αποκαλύψει έτσι την «αμετροέπεια του κ. Τσίπρα, τα διαρκή ψέματα άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, τις φαντασιοκοπίες του κ. Καμμένου».

Χαμένος στη μετάφραση

Κάτω από το άρθρο, όσοι καϋμένοι αναγνώστες γνώριζαν κάτι παραπάνω –και είχαν το κουράγιο να απαντούν στην προπαγάνδα- μάταια προσπαθούσαν να πείσουν ότι ο κ. Πάσχος λέει απλά ψέματα: οι κραυγές των οπαδών του ήταν πολύ πιο ισχυρές. Προς απογοήτευση ωστόσο των τελευταίων, σήμερα ακόμα και ο πολύς κ. Πάσχος αναγκάζεται να ανασκευάσει. Αναφέρει λοιπόν στο σημερινό του άρθρο, με τον ακόμα πιο χαρακτηριστικό τίτλο «Το ορθό μάθημα από την Ισλανδία»:

«Ένα μεταφραστικό λάθος κατά την ακρόαση της εκπομπής του αμερικανικού National Public Radio (13/4/2012) με οδήγησε σε μπέρδεμα μεταξύ της ισλανδικής και της νορβηγικής κορώνας. Συγκεκριμένα, η Ισλανδή που έδωσε συνέντευξη για μηδενική αξία της ισλανδικής κορώνας (και μετέφερα στο άρθρο με τίτλο «Το άλλο μάθημα από την Ισλανδία» 27/5/2012), ζει σε ένα νορβηγικό νησί, βορείως της Ισλανδίας, όπου δέχονται όλα τα νομίσματα πλην του ισλανδικού»· το νησί αυτό λέγεται Σβάλμπαρντ, το οποίο για κάποιο μυστήριο λόγο οι αγράμματοι Αμερικάνοι δημοσιογράφοι μεταφράσανε ως Ρέκιαβικ. «Εντός της Ισλανδίας», παραδέχεται παρακάτω, «οι συναλλαγές γίνονται με το τοπικό νόμισμα, αλλά υποτιμημένο».

Και καλά θα πει κανείς, ο ίδιος του για παράδειγμα, ένα λάθος έκανε το παιδί. Και είχε μάλιστα το θάρρος να το παραδεχθεί. Μπράβο του λοιπόν, αν και δεν εξηγεί πώς ξαφνικά κατάλαβε 10 μέρες μετά ότι είχε ακούσει κάτι λάθος σε μια ραδιοφωνική εκπομπή. Το σοβαρό πρόβλημα είναι ο κ. Πάσχος δεν μπαίνει στον κόπο να αναιρέσει, ή έστω να επανεξετάσει τα συμπεράσματα που έβγαλε από τη λάθος ακρόαση. Επειδή εμείς λοιπόν, κ. Πάσχο μας, οι φτωχοί αναγνώστες σας δεν ξέρουμε από αυτά (και δεν πληρωνόμαστε άλλωστε αδρά από τον κ. Αλαφούζο για να είμαστε υποχρεωμένοι να ξέρουμε), μήπως μπορείτε να μας διευκρινίσετε, αν, όπως λέγατε, όντως οι καταθέσεις των Ισλανδών έχουν μηδενιστεί; Και αν πράγματι οι Ισλανδοί αναζητούν τώρα ένα νέο νόμισμα; Αυτά ισχύουν, τα ακούσατε κάπου λάθος, ή τα βγάλατε από το μυαλό σας;

Παρά επίσης την πρόδηλη αντιστροφή της πραγματικότητας, ο κ. Πάσχος πασχίζει να βγάλει τα ίδια συμπεράσματα και στο νέο του άρθρο. «Το πρόβλημα της Ισλανδίας είναι ότι χρεοκόπησαν οι τράπεζες και όχι το κράτος», μας πληροφορεί. Παρόλα αυτά, οι σώφρωνες Ισλανδοί μπήκαν στο ΔΝΤ και εφάρμοσαν το δικό τους Μνημόνιο. Πιο προσεκτικός ωστόσο μετά την προηγούμενη απάτη, αυτή τη φορά, αναγκάζεται να ομολογήσει ότι «το ΔΝΤ σχεδίασε μαζί με την ισλανδική κυβέρνηση ένα ‘περίεργο’ πρόγραμμα για τη σωτηρία της οικονομίας. Αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες: το έλλειμμα της Ισλανδίας το 2008 ήταν μόλις 0,5% του ΑΕΠ και έφτασε στο 8,5% το 2009».

Παιχνίδι ρόλων

Έτσι, για να μας βγει το άχτι που τόσα χρόνια τους βλέπουμε να μας κουνάν το δάχτυλο, ας μιλήσουμε για λίγο και εμείς με τη νεοφιλελεύθερη γλώσσα του κ. Πάσχου: όταν ένας από τους βασικούς δημοσιογράφους μίας εφημερίδας στο κεντρικό άρθρο σχολιασμού μπερδεύει την Ισλανδία, με τη Νορβηγία «εξαιτίας ενός μεταφραστικού άρθρου», τότε απλά δεν κάνει για τη δουλειά του και το αφεντικό του πρέπει να τον πετάξει στο δρόμο και να πάρει έναν καλύτερο – έτσι δεν είναι κ. Πάσχο;

Αν τώρα πάει στο αφεντικό του και κλαφτεί για να τον κρατήσει γιατί φταίνε αυτοί οι κακοί Αμερικάνοι που τα μπερδεύουν όλα, το αφεντικό του πρέπει να απαντήσει ότι ένας σωστός δημοσιογράφος δεν μπορεί να γράφει ένα ολόκληρο κεντρικό άρθρο με βάση κάτι που άκουσε κάπου, αλλά πρέπει να κάνει μία στοιχειώδη έρευνα, ένα γκουκλάρισμα έστω: αυτή είναι η δουλειά του άλλωστε και στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν κάνει τη δουλειά του – έτσι δεν είναι κ. Πάσχο;

Όμως, πώς γίνεται αλήθεια κ. Πάσχο η «λάθος μετάφραση» να απέδωσε το Σβάλμπαρντ ως Ρέκιαβικ; Η λάθος μετάφραση επίσης σας πληροφόρησε ότι «οι καταθέσεις των Ισλανδών μηδενίστηκαν»; Μήπως τη διανθίσατε και εσείς τη λάθος μετάφραση με νέα «λάθη», πάνω στον ενθουσιασμό σας που βρήκατε επιτέλους τρόπο να μηδενίσετε τα «αριστερολυρικά» επιχειρήματα των αντιπάλων σας; Και τελικά κ. Πάσχο, μιας και μπήκατε στο κόπο να ανασκευάσετε, τι έγιναν οι καταθέσεις των Ισλανδών; Όντως μηδενίστηκαν ή όχι;

Τι θα λέγατε τελικά εσείς, ο τόσο άτεγκτος και υπεύθυνος, για έναν εργαζόμενο που τα έχει κάνει τόσο θάλασσα σε τόσο κρίσιμα ζητήματα; Και –κυρίως- αν όλα αυτά που γράφατε στις 27 Μάη ήταν μπούρδες και ψέματα που βγάλατε από το μυαλό σας για να στηρίξετε τις πολιτικές απόψεις σας, γιατί να μην υποψιαστεί κανείς ότι είναι εξίσου μπούρδες και αυτά που γράψατε στις 26 ή στις 28, ή –ακόμα περισσότερο- αυτά που γράφουν οι υπόλοιποι έγκριτοι συνάδελφοί σας; Πόση ζημιά εν τέλει κάνατε έτσι στο κύρος της εφημερίδας σας και τι θα κάνατε εσείς αν ήσασταν στη θέση του αφεντικού σας;

Εμείς, πάντως κ. Πάσχο, οι αριστερολυρικοί, αν ήμασταν (ο θεός να μας φυλάει) στη θέση του αφεντικού σας, θα σας συγχωρούσαμε και δεν θα σας απολύαμε: έτσι είμαστε εμείς οι αριστεροί, λίγο μαλάκες. Θα ζητούσαμε συγγνώμη από το κοινό και θα σας προτείναμε να μη γράφετε -για λίγο έστω- τέτοια άρθρα γνώμης: λίγο ρεπορτάζ στο δρόμο, ή έστω στο διαδίκτυο βρε αδερφέ, δεν θα σας έκανε κακό, έτσι για να θυμηθείτε πώς ζουν οι κανονικοί άνθρωποι.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, μη φοβάστε, ούτε το κανονικό σας αφεντικό θα σας απολύσει. Άλλωστε, δεν σας πληρώνει για να κάνετε σωστό ρεπορτάζ, αλλά για να κάνετε αποτελεσματική προπαγάνδα: και σε αυτό είστε, υποτίθεται, καλός (τώρα, αν τελικά τα σκατώσετε και εδώ και βγάλετε πρώτο το ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτεί). Και σε αντίθεση με το ρεπορτάζ, η προπαγάνδα γίνεται πάντα με την αλάνθαστη μέθοδο του Γκέμπελς: λέγε συνέχεια ψέματα, κάτι θα μείνει στο τέλος.

ΥΓ. Μήπως γνωρίζετε επίσης κ. Πάσχο, εσείς που όλα τα ξέρετε, αν τα παιδάκια στο Ρέκιαβικ, ή έστω σε αυτό το νησάκι που λέτε, κλαίνε στο σχολείο όταν ο δάσκαλός τους λέει ότι αυτοί δεν είναι στο ευρώ, όπως οι Έλληνες;

(Το διορθωτικό άρθρο στο σημερινό φύλλο της Καθημερινής http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/06/2012_484482 και το προηγούμενο από το προσωπικό μπλογκ του κ. Πάσχου http://www.medium.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=4206:1&catid=61:k&Itemid=83 ).

 ΝΝ

http://www.alterthess.gr/content/otan-o-k-pasxos-den-emathe-kala-mathima-toy

Το πραξικόπημα – οπερέτα του κ. Ψυχάρη

Δημοσιεύτηκε στο alterthess στις 2 Οκτώβρη 2012

Την περασμένη Κυριακή, μία δυσάρεστη έκπληξη περίμενε όποιον πολίτη είχε την ατυχία να πλησιάσει κάποιο σημείο πώλησης εφημερίδων· ο κ. Ψυχάρης και οι δικοί του, αδιαφορώντας για τις υγειονομικές συνέπειες, αποφάσισαν να κρεμάσουν σε κάθε περίπτερο της χώρας ένα κουβά σκατά.

Ο πηχυαίος τίτλος φώναζε από μακρυά: «Το πραξικόπημα που δεν έγινε». Και λες εντάξει, γνωρίζουμε πια ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, ότι η «ώριμη ελληνική δημοκρατία» έχει πάψει να είναι τόσο ώριμη και τόσο δημοκρατία, αλλά να έχει γίνει κιόλας απόπειρα πραξικοπήματος και να μην κατάλαβε κανείς τίποτα; Αγωνιώντας, πλησίαζες παραπάνω για να αντιληφθείς έντρομος ότι δεν ήταν ούτε τα «Παραπολιτικά», ούτε η «Ελεύθερη Ώρα», αλλά η ναυαρχίδα του ελληνικού τύπου, το έγκριτο «Βήμα», αυτό που «αποκαλύπτει τα απόρρητα σχέδια», «τις επαφές αξιωματικών με πολιτικούς», το «ρόλο του αρχηγού ΓΕΣ» και τις απόρρητες πληροφορίες της ΕΥΠ.
Και τί να κάνεις, το αγοράζεις· και λες, εντάξει, θα τα λέει κάπως φουσκωμένα, αλλά ακόμα και να πρόκειται για κανένα μαϊμού πραξικόπημα – οπερέτα, σαν αυτά του ’80, είναι συγκλονιστικό. Ή πιθανά, υποψιάζεσαι καθώς ξυπνάει μέσα σου ο συνωμοσιολόγος ντέντεκτιβ, η ιστορία μπορεί να είναι φτιαχτή, αλλά και πάλι το να παίζει το «Βήμα» παιχνίδια αποσταθεροποίησης και να εύχεται πραξικοπήματα είναι ήδη πολύ.
Και διαβάζεις ασθμαίνων τις 5 σελίδες των «συγκλονιστικών αποκαλύψεων», για να ανακαλύψεις και εσύ ότι δεν πρόκειται για πραξικόπημα – οπερέτα, αλλά για δημοσιογραφία – οπερέτα. Με ένα δημοσιογραφικό λόγο που μπροστά του η Espresso είναι για Πούλιζερ, με ένα αράδιασμα στοιχείων λιγότερο συνεκτικό και από προφητεία του γέροντα Παστίτσιου, το ρεπορτάζ κατέληγε αφηρημένα ότι κάποιοι, κάπου, κάπως πέρσι τέτοιο καιρό συζητούσαν σοβαρά τη λύση του πραξικοπήματος ενάντια στην «εθνοπροδοτική» μνημονιακή κυβέρνηση. Και για αυτό άρχισαν «αποσταθεροποιητικές» κινήσεις, ξεκινώντας με τις διαμαρτυρίες στην παρέλαση που οργάνωσαν «ακροδεξιοί πολιτικοί και παραθρησκευτικές οργανώσεις». Για αυτό και αναγκάστηκε ο Γιωργάκης να προτείνει τη λύση του δημοψηφίσματος και τελικά να καταρρεύσει.
Αυτό ήταν όλο λοιπόν. Μία αναβαθμισμένη θεωρία των δύο άκρων, που αντί να στοχοποιεί την πολιτική αριστερά, απευθύνεται αυτή τη φορά στην κοινωνική· με λίγα λόγια, να προσέχετε γιατί τις διαδηλώσεις σας θα τις εκμεταλλευτούν σκοτεινοί εθνικιστικοί κύκλοι αποσταθεροποίησης που είναι έτοιμοι να κάνουν πραξικόπημα και –ω, τι φρίκη- να μας γυρίσουν έτσι στη δραχμή (αυτή παραμένει και σε αυτό το ρεπορτάζ πάντα ο υπέρτατος τρόμος, χειρότερος και από τη χούντα). Όπως λοιπόν τα εκατομμύρια των πλατειών «το μόνο που κατάφεραν ήταν να αναδείξουν τη Χρυσή Αυγή», έτσι και όσοι τολμήσουν τις επόμενες ημέρες (να θυμίσουμε ότι έρχεται η ψήφιση των μέτρων και καπάκι οι παρελάσεις, που τόσο επίμονα μνημονεύει το ρεπορτάζ) να διαδηλώσουν, είναι απλώς χρήσιμοι ηλίθιοι που ανοίγουν το δρόμο στους επίδοξους νεοχουντικούς.
Βέβαια, το να μιλάς για παρ’ ολίγον πραξικόπημα, χωρίς κανένα απολύτως σοβαρό ή νέο στοιχείο, είναι λίγο χοντροκοπιά, ακόμα και για την πολιτική τάξη που εκπροσωπεί το «Βήμα». Απαντώντας έτσι σήμερα στις «αναμενόμενες» αντιδράσεις  (http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=477227), τα ψιλομαζεύει: εντάξει, δεν ζέσταιναν και τις μηχανές των τανκς, αλλά θα πρέπει πάντα να «επαγρυπνούμε» απέναντι στους «εχθρούς της δημοκρατίας», από όπου και αν προέρχονται. Είναι αναμενόμενο ότι όσο η δημόσια αξιοπιστία των κ.κ. Πρετεντέρη κοκ καταρρέει, τόσο αυτοί θα αναζητούν νέα κόλπα για να αποκαταστήσουν τη θέση τους στο συλλογικό ασυνείδητο, να τρομάζουν την κοινωνία και να υπερασπίζονται την τάξη τους. Αλλά τόσο χαμηλά πια; Καμία δεοντολογία, αξιοπρέπεια, συνείδηση ή έστω λογική; Τόσο λίγο πιστεύουν ότι θα κρατήσουν και τα ποντάρουν όλα για όλα τόσο εύκολα;
ΝΝ

Οι αυτονόητοι

Δημοσιεύτηκε στο rednotebook στις 28 Μάρτη 2011

Υπάρχει μια εκπομπή το Σάββατο στο Φλας –μάλλον ψιλογνωστή- που λέγεται «Όταν η Μαίρη συνάντησε την Άννα». Πίσω από τα μικρόφωνα, είναι η ηθοποιός Άννα Φόνσου, γνωστή από τον παλιό, κακό ελληνικό κινηματογράφο και η δημοσιογράφος Μαίρη Βιντιάδου, γνωστή από τις θητείες της στις δημόσιες σχέσεις πολιτικών γραφείων και δημοφιλών θεαμάτων.

Το κορίτσι και το παράλογο

Μαζί, όπως αναφέρουν στη σελίδα τους, κάνουν αυτή την εκπομπή «σχολιασμού των πολιτικών γεγονότων της εβδομάδας, πάντα με χιούμορ και σπανίως με αγανάκτηση». Τη μέρα που έτυχε να τις ακούσω δυστυχώς δεν είχανε ενημέρωση, είχανε όμως άφθονο σχολιασμό. Με ένα λόγο ανάλαφρο και πνευματώδη, αλλά ταυτόχρονα υπεύθυνο και ουσιαστικό, ακριβώς για να ισορροπεί το χιούμορ με τις αναγκαίες δόσεις αγανάκτησης, η αγάπη για το συνάνθρωπο με την καταγγελία των οργανωμένων συμφερόντων, η αισιοδοξία για το μέλλον με την αναγνώριση του παραλογισμού που μας περιβάλλει.

Βέβαια, τα επιχειρήματά τους, καλογραμμένα σε σωστά ελληνικά και σοφά μοιρασμένα ώστε να μοιάζει η απαγγελία τους με αυθόρμητη συζήτηση, αδικούνταν κάπως επικοινωνιακά, από μια μέτρια προσπάθεια θεατρικού τονισμού. Εκείνο που μετρούσε, ωστόσο, ήταν η ουσία. Πρώτα από όλα, εξέφρασαν τη βαθειά αγωνία τους για την κατρακύλα της δημοκρατίας μας, καθώς ανεχόμαστε περιστατικά όπως το γιουχάισμα του Πάγκαλου στο Παρίσι, τις διαμαρτυρίες ενάντια στον Πρωθυπουργό στο Βερολίνο, τον προπυλακισμό του Χατζηδάκη και την απόπειρα εμπρησμού ενός τερματοφύλακα της ΑΕΚ. Τόνισαν ότι, πέρα από την παράλογη αριστερά που οργανώνει και ενθαρρύνει τέτοιες πρακτικές, προβαλλοντάς τις τεχνηέντως ως αυθόρμητη εκφράση της αγανάχτησης του κόσμου (δεν κατάλαβα αν αναφέρονται και στην επίθεση στον τερματοφύλακα), ακόμα και τα ίδια τα θύματα, οι πολιτικοί και οι τερματοφύλακες, αλλά και οι δικαστικοί και η Αστυνομία, δεν κάνουν τίποτα γιατί φοβούνται (δυστυχώς, δεν προσδιόρισαν ποιους ακριβώς). Η δημοκρατία όμως πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της και οι νόμοι πρέπει να εφαρμοστούν, αν θέλουμε να πάμε μπροστά (δεν διευκρίνησαν ωστόσο ποιος ακριβώς νόμος απαγορεύει να πεις στον Πάγκαλο «φύγε από εδώ ρε, δεν σε γουστάρει ο κόσμος»: προσφάτα ωστόσο, μια σχετική απάντηση έδωσε ο Πρετεντέρης, αποκαλύπτωντας ότι έτσι «αθώα» ξεκίνησαν και στην Ιταλία το ’70, και μετά σκοτώνανε προέδρους.)

Στη συνέχεια, η Μαίρη και η Άννα αγανάχτησαν (εδώ αναγκάστηκαν ακόμα και να χάσουν λίγο το χιούμορ τους, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης), με τους παρόλογους δασκάλους που αντί να γαλουχούν τα παιδιά μας με τις αξίες της κοινωνίας μας, τα βάζουν να κάνουν καταλήψεις ενάντια στις συγχωνεύσεις των σχολείων. Η Άννα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατό οι συνδικαλιστές που αντιδρούν να μην αντιλαμβάνονται την τεράστια οικονομική κρίση που περνά η χώρα, αλλά και ότι τα σχολεία που κλείνουν υποβάθμιζαν την παιδεία των παιδιών μας (δυσκολεύτηκα λίγο να καταλάβω τη σύνδεση των δύο επιχειρημάτων: μάλλον εξηγείται από τη βασική αρχή ότι η κρίση είναι ευκαιρία για να υπερβούμε χρόνιες δυσκαμψίες). Η Μαίρη από την άλλη, πιο πονηρή, της εξηγεί ότι πολύ καλά καταλαβαίνουν, αλλά αρνούνται να ξεβολευτούν, πηγαίνοντας να δουλέψουν δύο, ή τρία, χιλιόμετρα πιο πέρα. Βέβαια, αυτό δεν ισχύει για όλους, αφού η πλειοψηφία διαφωνεί με τους χειρισμούς των συνδικαλιστικών ηγεσιών, αλλά ακόμα και αυτή η μειοψηφία είναι θλιβερό σύμπτωμα του κατήφορου που έχουμε πάρει ως κοινωνία.

Ακολούθησαν και άλλες θεματικές, το κίνημα των ανεύθυνων του «δεν πληρώνω», η έλλειψη συναίνεσης ανάμεσα στα κόμματα, ο Τσίπρας και ο Πάγκαλος κοκ. Δυστυχώς, δεν τα θυμάμαι όλα εξίσου καλά (μάλλον γιατί δεν είμαι σίγουρος για το αν τα άκουσα εκεί ή κάπου, οπουδήποτε, αλλού), αλλά το concept, που θα έλεγε και η κυρία Μαίρη, ήταν πάνω-κάτω το ίδιο: αυτή η χώρα πάσχει από τους κομματικούς καυγάδες, από τις συνδικαλιστικές συντεχνίες που υπερασπίζονται τα προνόμιά τους, από την αριστερά που στηρίζει άκριτα όλα τα κινήματα προς αγράν κομματικής πελατείας (αν και βέβαια, το ΚΚΕ δεν πολυ-αναφέρθηκε, εξαιτίας ίσως των συναισθηματικών δεσμών της κυρίας Άννας, η οποία υπήρξε δις υποψήφια βουλευτής του), από ένα γενικευμένο αίσθημα ανομίας και από ένα φόβο των κρατούντων να εφαρμόσουν το νόμο. Όμως, είναι αυτονόητο ότι αυτή η κυριαρχία του παράλογου πρέπει να σταματήσει, για να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο έτσι θα ξεπεράσουμε και την κρίση, η οποία εμφανίζεται σαν μια θεόσταλτη ευκαιρία να «αλλάξουμε τη χώρα»: ακόμα και αν δεν είχε έρθει, θα έπρεπε να την εφεύρουμε.

Στο τέλος, δώσανε και ένα παράδειγμα αυτών των δημιουργικών δυνάμεων: η Μαίρη συνεχάρη συγκινημένη την πρωτοβουλία της Άννας να αφιερώσει κάποιες παραστάσεις από το καινούργιο της έργο στις ΜΚΟ «Φλόγα» και «Χαμόγελο του Παιδιού». Όχι μόνο για την οικονομική ενίσχυση που έτσι δινεί, αλλά κυρίως για τη συμβολή της στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας κοκ.

Η κρυφή γοητεία της ιδεολογίας

Αν και στενά συνδεδεμένη σήμερα με την κρίση και την αντιμετώπισή της, η βασική ροή αυτής της επιχειρηματολογίας δεν εφευρέθηκε τώρα, αλλά υπάρχει αυτούσια εδώ και καιρό, ενώ με αντίστοιχες παραλλαγές αναπτύσσεται σε κάθε άλλη χώρα (ο,τι λχ λέγαμε πάντα «εμείς οι τεμπέληδες» για τους «εργατικούς γερμανούς», λέγανε οι ίδιοι οι «τεμπέληδες γερμανοί» για τους «εργατικούς γιαπωνέζους»). Σε ένα βαθμό, αναπαράγει γνωστά και παραδοσιακά νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, τα οποία εξέφρασαν από το ’80 και μετά ένα πνεύμα «αντεπανάστασης» ενάντια στην –υποτιθέμενη- ηγεμονία της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς (η οποία στην Ελλάδα για κάποιο λόγο ταυτίστηκε γενικά με την έννοια της «Μεταπολίτευσης»). Ταυτόχρονα όμως, ο σκληρός πυρήνας αυτής της σκέψης, μοιάζει με ένα περίεργο τρόπο σαν να υπήρχε από πάντα: ενώ (φαίνεται να) αναφέρεται σε σαφή κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της συγκυρίας, ταυτόχρονα μπορεί να μεταφερθεί σε οποιαδήποτε στιγμή ή τόπο.

Κυκλοφορεί σε χιλιάδες βερσιόν, πιο ακραίες ή πιο μετριοπαθείς: από το «στην Ελλάδα δεν υπάρχει κράτος», μέχρι το «το πρόβλημα είναι το πολύ κράτος», ή από το «όλοι ξέρουν ότι έχουν δικαιώματα αλλά κανείς δεν ξέρει ότι έχει υποχρεώσεις», μέχρι το «μόνο ένας Μπάγιεβιτς θα μας σώσει». Ανάλογα με τις λεπτές ιδεολογικές αποχρώσεις του εκφραστή της, μπορεί άνετα να συνδυαστεί με θεωρίες ξενοκίνητης συνωμοσίας, ή με αντιιμπεριαλιστικά, αντικαπιταλιστικά, ακόμα και αντιεξουσιαστικά ιδεολογήματα. Κοινός πυρήνας συνήθως παραμένει η αντίθεση στα κόμματα (όλα), τους πολιτικούς (όλους), τα συνδικάτα (κυρίως των ΔΕΚΟ και της εκπαίδευσης), τα κινήματα (με κάποιες εξαιρέσεις που όμως «δεν πρόκειται να καταφέρουν τίποτα»), και –πάνω από όλα- τους δημόσιους υπαλλήλους.

Όλα αυτοί οι συλλογισμοί έχουν το εξής, βασικό, χαρακτηριστικό: κυλάνε από μόνοι τους. Ακόμα και αν δεν πιστεύεις λέξη από όλα αυτά, είναι εξαιρετικά εύκολο να τους αναπαράγεις, να τους αναπλάθεις, να τους εφαρμόζεις σε διαφορετικά πεδία. Μάλιστα, προσφέρουν, ένα είδος εσωτερικής γαλήνης ή ακόμα ηδονής: την ίδια, από ο,τι θυμάμαι, που προσφέρει μια προσευχή που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο κάθε πρωί.

Στηρίζονται σε επιχειρήματα απλά, αλλά πανίσχυρα, σε αποδείξεις που είναι μπροστά στα μάτια μας, σε γεγονότα που τα ξέρει όλος ο κόσμος. Για την ακρίβεια, δεν χρειάζονται καν αποδείξεις ή επιχειρήματα, αφού αυτό που ευαγγελίζονται δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αυτονόητο: δεν προσπαθούν να εκφράσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα του τάδε ή του δείνα, αλλά τα απλά, κοινά συμφέροντα όλου του απλού κόσμου, των πολλών (άρα και τα πραγματικά συμφέροντα και του λαού, ή των εργαζομένων, πέρα από τις κομματικές διαστρεβλώσεις των συνδικαλιστών ή της αριστεράς).

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά περιγράφουν αδρά αυτό που η μαρξική φιλολογία ανέλαβε να αναλύσει κάτω από το ασαφές όνομα «κυρίαρχη ιδεολογία». Η κυρίαρχη ιδεολογία, για να παραμένει κυρίαρχη, δεν αρκεί να είναι η ιδεολογία των κυρίαρχων: πρέπει πρώτα και κύρια να είναι, ή μάλλον διαρκώς να γίνεται, η ιδεολογία των κυριαρχούμενων. Από αυτή τη θέση, εκπορεύονται πολλές υποχρεώσεις.

Η Ανατροπή δεν είναι (μόνο) εκπομπή…

Πρώτα από όλα, πρέπει να μην μοιάζει με μια συγκεκριμένη ιδεολογία: η ιδεολογία είναι τόσο περισσότερο δραστική, όσο καλύτερα καλύπτεται κάτω από τον μανδύα του αυτονόητου, της προφάνειας. Το καλύτερο σύμπτωμα μιας –αποτελεσματικής- ιδεολογικής θέσης είναι αυτή που κάνει τους άλλους να λένε: μα ναι, αυτό είναι, όλοι το καταλαβαίνουν! Αν κάτι πρέπει να κάνει η κυρίαρχη ιδεολογία, είναι να σκεπάζει τις κοινωνικές αντιθέσεις, τόσο υλικές όσο και ιδεολογικές, να καλύπτει τον κοινωνικό ανταγωνισμό κάτω από ένα πέπλο κοινών, αυταπόδεικτων, αξιωμάτων.

Τα επιχειρήματα και οι θέσεις της έτσι δεν πρέπει να είναι τόσο σύνθετα που να ανοίγουν τη συζήτηση, αφήνοντας τις αντιθέσεις να εκφραστούν και να αναπτυχθούν, αλλά απλά και αυτοεπιβεβαιούμενα, ακόμα και αν αυτό γίνεται μετά από μεγάλη σειρά αναγωγών και μεσολαβήσεων, για να ολοκληρώνουν αυτό που ο Αλτουσέρ ονόμαζε κλειστό κύκλο της ιδεολογίας.

Από αυτή τη σκοπιά, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι πάντα καθολική: τους αγκαλιάζει όλους, αρκεί να βολεύονται στην αγκαλιά της. Μιλά εξ ονόματος όλων, για όλους και σε όλους, χωρίς διαχωριστικές γραμμές. Είναι πάντα με το έθνος, με την κοινωνία, με το λαό, με τον απλό κόσμο, αρκεί ακριβώς ο κόσμος να είναι απλός, δηλαδή χωρίς ιδιαίτερες ταυτότητες, κοινωνικούς προσδιορισμούς, ανταγωνιστικές θέσεις και συμφέροντα. Τότε ο κόσμος αυτός παύει να βρίσκεται στην επικράτεια του κοινού και του αυτονόητου, και περνά στη σφαίρα των διαχωρισμών, των προνομίων και όλων αυτών που διαλύουν την κοινωνία. Τότε οι εργαζόμενοι παύουν να είναι «απλοί εργαζόμενοι» και γίνονται «συνδικαλιστές».

Και ταυτόχρονα, η κυρίαρχη ιδεολογία, τουλάχιστον στην αστική κοινωνία, οφείλει, να είναι επαναστατική. Δεν μπορεί να παραμένει ηγεμονική, αν η μόνη της δουλειά είναι να υπερασπίζεται αέναα μια κοινωνία εκμετάλλευσης και καταπίεσης των πολλών από τους λίγους. Δεν μπορεί να εμφανίζεται μονοσήμαντα ως η ανάγκη συντήρησης του παλιού, απέναντι σε κάθε νέο. Αντίθετα, σε μια κοινωνία εξορισμού πολιτική και –ως ένα σημαντικό βαθμό- ελεύθερη και δημοκρατική, μια πειστική κυρίαρχη ιδεολογία οφείλει να ενσωματώνει την ανάγκη για πραγματικές και σημαντικές ανατροπές: από αυτή τη σκοπιά, το όνομα της εκπομπής που αποτελεί το κατ’ εξοχήν τηλεοπτικό βήμα της ελληνικής αστικής τάξης και της κυρίαρχης πολιτικής σκηνής, μόνο τυχαίο δεν είναι…

Από μια ρομαντική, ιστορικίστικη σκοπιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κυρίαρχη αστική ιδεολογία κυνηγά αέναα τους άπιαστους στόχους της αστικής επανάστασης. Αν όχι πια την ελευθερία, την ισότητα και την αδερφότητα, τουλάχιστον την αξιοκρατία, τις ίσες ευκαιρίες, το αμερικάνικο όνειρο. Συνεχίζει έτσι συνέχεια να αναζητά, να εντοπίζει και να καταγγέλει  αδικαιολόγητες από αστική σκοπιά ανισότητες (δηλαδή ανισότητες που δεν οφείλονται άμεσα στην ταξική διαφορά), άχρειαστα και αντικοινωνικά προνόμια (δηλαδή προνόμια που δεν οφείλονται στην κατοχή κεφαλαίου), διακρίσεις που καταργούν την ισότητα ευκαιριών, στρεβλώσεις στην ελεύθερη αγορά κοκ.

Από αυτή τη σκοπιά, η αστική κυρίαρχη ιδεολογία δεν προσποιείται πως είναι ριζοσπαστική και ρηξικέλευθη για να «ξεγελάσει το λαό», αλλά είναι στα αλήθεια. Υπηρετεί άλλωστε μια άρχουσα τάξη που έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι είναι ιδιαίτερα επαναστατική στις πρακτικές της. Ο Μαρξ μιλούσε για τη διαρκή επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής, που επιφέρει η κυριαρχία του κεφαλαίου. Ο Μπαλιμπάρ περιέγραψε την κοινωνική αναπαραγωγή ως αυτή τη διαδικασία που ανατρέπει και μετασχηματίζει διαρκώς τα πράγματα, για να διατηρεί αναλλοίωτες τις σχέσεις.

Στην πράξη, αυτή η επαναστατικότητα φυσικά και στρέφεται ενάντια σε μορφές της ίδιας της αστικής κυριαρχίας. Η ίδια ελληνική αστική τάξη δημιούργησε την κρατική γραφειοκρατία, η ίδια καταγγέλει σήμερα γενικά και αφηρημένα το δημόσιο. Το ίδιο εθνικό κεφάλαιο οργάνωσε την παραγωγή στις ΔΕΚΟ, το ίδιο θέλει να τις διαλύσει. Τα ίδια κόμματα εξουσίας κυριαρχούν στα συνδικάτα, τα ίδια κατηγορούν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες κοκ. Από τη μια πλευρά, αυτές οι αντιφάσεις εκφράζουν συγκυριακές αλλαγές πολιτικών και προτεραιοτήτων, όπως αυτές καθορίζονται κάθε στιγμή από το συσχετισμό δυνάμεων στην κοινωνία.

Από την άλλη πλευρά όμως, οι επιθέσεις αυτές τείνουν να επαναπροσδιορίζουν, να μετασχηματίζουν και να επαναθεμελιώνουν διαρκώς τις κοινωνικές συμμαχίες που εξασφαλίζουν την αστική ηγεμονία. Στρατεύουν μεγάλες κοινωνικές δυνάμεις πάνω σε στόχους που θέτει η ίδια η κυρίαρχη τάξη και καταφέρνουν, ή έστω προσπαθούν, να επικαθορίζουν το ίδιο το πλαίσιο διεξαγωγής των κοινωνικών και πολιτικών μαχών. Άλλωστε, η ιδεολογία είναι πάντα υλική: παρά τα φαινόμενα, δεν είναι οι απόψεις που μετράνε, αλλά οι μετασχηματισμοί που επιφέρουν.

Το αποτέλεσμα είναι φυσικά εξαιρετικά ρευστό και απρόβλεπτο. Βέβαια, η κοινωνική αδράνεια τείνει να μετατρέπει σε όπλο της αστικής κυριαρχίας ακόμα και το χειρότερό της μειονέκτημα και η αστική τάξη έχει αποδειχθεί ιστορικά, από τα χρόνια του Ναπολέοντα, εξαιρετικά ικανή στο να αξιοποιεί κάθε ιστορική ευκαιρία. Από την άλλη, η σημερινή της τάση να απεμπωλεί κάθε ιστορικό της στήριγμα, κόβωντας τις παλιότερες «δωροδοκίες» ή παραχωρήσεις, από την ποιότητα ζωής των μικροαστικών στρωμάτων ως τα δωράκια της προς ένα ευρύ πολιτικό προσωπικό, δεν μπορεί να μην έχει συνέπειες, όσο αφορά τη διεύρυνση των ρωγμών της κοινωνικής συναίνεσης.

Η Επανάσταση του Αυτονόητου

Όλα αυτά βέβαια θα τα δούμε το επόμενο διάστημα. Προς το παρόν, αυτό που βλέπουμε είναι μια καθολική αντεπίθεση αυτού που περιγράψαμε ως κυρίαρχη ιδεολογία. Ακούγοντας την Άννα και τη Μαίρη να μιλάνε για όλα αυτά τα αυτονόητα, θυμήθηκα τη διάσημη ρήση του Πρωθυπουργού. Ενώ γενικά ο Γ.Α. Παπανδρέου φημίζεται για την εκπληκτική ανικανότητά του να αρθρώσει ένα στοιχειωδώς πολιτικό λόγο, με μια κουβέντα τα είπε όλα (το όλα εδώ είναι κυριολεκτικό, γιατί όπως είπαμε και πιο πάνω, η συγκεκριμένη θέση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναλύεται παραπάνω, γιατί χάνει στη δραστικότητά της). Πρώτη φορά το είπε μάλλον κάπου το περασμένο καλοκαίρι, για να γίνει μετά το βασικό μοτίβο της ομιλίας του στην ΔΕΘ. Για να ενισχύσει μάλιστα τη δραστικότητα της φράσης, τη μετασχηματίσε σε πράξη, σε ονοματοδοσία: «Να κάνουμε μια επανάσταση. Την ονομάζω την επανάσταση του αυτονόητου», είπε.

Έδειξε μάλιστα και τους νέους «επαναστάτες του αυτονόητου»: τρεις νέοι επιχειρηματίες που όπως είπε, αποτελούν παραδείγματα της «υγιούς επιχειρηματικότητας». Στην πράξη βέβαια, με αυτό τον τρόπο υπέδειξε το χώρο που το ΠΑΣΟΚ θα αναζητήσει συμμάχους για να αναπληρώσει αυτούς που χάνει με την πολιτική του. Η κίνηση αυτή όμως επιβεβαιώνει και τα βασικά χαρακτηριστικά της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την «επανάσταση του αυτονόητου»: επαναστάτης είναι αυτός που απλά κάνει σωστά τη δουλειά του (για την ακρίβεια βέβαια, μιας και πρόκειται για επιχειρηματίες, που βάζει άλλους να κάνουν σωστά τη δουλειά του).

Βέβαια, με το να κάνει ο καθένας τη δουλειά του, έστω και σωστά, δεν αλλάζει κάτι. Αναπαράγεται η ίδια κοινωνική δομή. Αυτός ακριβώς είναι και ο πυρήνας της αστικής, επαναστατικής, κυρίαρχης ιδεολογίας: να αλλάζουμε διαρκώς τα πράγματα, λχ να κρατικοποιούμε ή να ιδιωτικοποιούμε τις ΔΕΚΟ, να διορίζουμε ή να απολύουμε δημόσιους υπάλληλους, να δωροδοκούμε τα κόμματα και να ξεκινάμε εκστρατείες ενάντια στη διαφθορά, για να διατηρούμε αέναα τις σχέσεις. Η «επανάσταση του αυτονόητου» του Γιωργάκη λοιπόν ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος να εκφραστεί αυτή η ιδεολογία.

Δεν είναι βέβαια ούτε καινούργιος, ούτε και πρωτότυπος. Λίγους μήνες πριν μάλιστα, από το βήμα του 8ου Συνέδριου της (νέας) Νέας Δημοκρατίας τη δική του «επανάσταση του αυτονόητου» κήρυξε και ο Σαμαράς. Αφού ανέφερε μια σειρά από αυτονόητα μέτρα, όπως πχ ότι τα πανεπιστήμια «δεν μπορούν να είναι άσυλο βίας και παρανομίας», ότι τα νοσοκομεία δεν μπορούν να έχουν «ιλιγγιώδη ελλείμματα» (λες και τα φτιάξαμε για να έχουν κέρδος), ότι «τα δικαιώματα του Πολίτη θα γίνονται σεβαστά, όχι μόνο όταν διαδηλώνει, αλλά κι όταν θέλει να πάει στη δουλειά του» κοκ, κατέληξε: «Όλα αυτά είναι αυτονόητα παντού αλλού». Εκτός φυσικά από την Ελλάδα, λόγω, σύμφωνα πάντα με τον Αντώνη Σαμαρά, του «κρατισμού», του «λαϊκισμού», της «ηγεμονίας των αριστερόστροφων ιδεών» και της«υποβάθμισηςτου δημοσίου συμφέροντος, υπέρ των συντεχνιών και των ισχυρών».

Χωρίς να το λεει ρητά, όλα αυτά λίγο-πολύ ταυτίζονται στην Ελλάδα με τη «Μεταπολίτευση», οπότε ο Σαμαράς εξήγγειλε τη «Νέα Μεταπολίτευση, που θα είναι η δική του «Επανάσταση του Αυτονόητου». Εκτός από πιο πρωτότυπος, ο Σαμαράς ήταν λοιπόν πιο συγκεκριμένος και πολιτικός από τον Παπανδρέου, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει: «επανάσταση του αυτονόητου» κατά κανόνα κάνει αυτός που είναι στην εξουσία. Άλλωστε, όπως είπαμε, όσο πιο αφηρημένη είναι η επανάσταση, τόσο πιο αυτονόητο το περιεχόμενο. Ο Γιωργάκης λοιπόν δεν τα χρειαζόταν όλα αυτά: του αρκεί μια «διαχωριστική γραμμή» με το παρελθόν και ένα «άλμα προς το μέλλον».

Να βγει ένας Πάσχος να τα πει αυτά τα πράγματα

Έτσι, αρχηγός του κινήματος του αυτονόητου είναι αυτοδίκαια ο Γιωργάκης. Γιατί, αυτή τη φορά η κυρίαρχη ιδεολογία του αυτονόητου δεν αρκείται στο να είναι επαναστατική στα λόγια, αλλά συγκροτείται σε ένα πραγματικό κίνημα ανατροπής: με δομές, εκπροσωπήσεις, κοινωνική βάση και πολιτική έκφραση.

Η διαφορά φαίνεται γλαφυρά από το εξής: παλιότερα, όταν κάποιος εξηγούσε πχ ότι στη Γερμανία δεν γίνονται αυτά τα πράγματα και ένα τσιγάρο να σβήσεις κάτω σε κλείνουν φυλακή, ή ότι στην Ιαπωνία όταν απεργούν οι εργάτες βάζουν μόνο ένα μαύρο περιβραχιόνιο στο χέρι και δουλεύουν κανονικά, όταν υπερασπιζόταν όλες αυτές τις διαδεδομένες κοινοτοπίες, το έκανε σαν να ήταν ο μόνος. Μπορεί τα ίδια ακριβώς να τα άκουγες σε κάθε καφενείο ή σε κάθε τηλεοπτικό παράθυρο, αλλά όποιος τα έλεγε κάθε φορά τα υπερασπιζόταν με πάθος σαν να ήταν δικές του σκέψεις που κανείς άλλος δεν τολμά να διατυπώσει. Η μοναχική του αγανάκτηση τον έφερνε σε αντιπαράθεση με μια φανταστική πλαδαρή πλειοψηφία που υποτίθεται ότι πίστευε ακριβώς τα αντίθετα (ή μάλλον δεν πίστευε τίποτα), γεγονός που ανέβαζε κατακόρυφα τον πήχη της αγωνιστικότητάς του.

Σήμερα αντίθετα, οι επαναστάτες του αυτονόητου περάσανε σε άλλη φάση: υποστηρίζουν, με το ίδιο πάντα αγωνιστικό πάθος, ότι αυτές τις αλήθειες πια τις έχει αποδεχθεί όλος ο κόσμος, ή μάλλον σχεδόν όλος ο κόσμος. Απέναντι στέκονται μόνο κάποιες οπισθοδρομικές μειοψηφίες, κάποιες οργανωμένες συντεχνίες, η «παλαβή αριστερά» και οι γνωστοί δέκα κουκουλοφόροι. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτοί που είναι απέναντι είναι πάντα φορείς συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών ιδιοτήτων, ενώ αυτοί που είναι με την πλειοψηφία είναι πάντα «απλοί πολίτες» (με μόνη δυνατή εξαίρεση να είναι «νέοι και υγιείς επιχειρηματίες».

Το αυτονόητο λοιπόν κατεβαίνει από τη σφαίρα της ιδεολογίας και οργανώνεται σε ένα πραγματικό, πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, που ξεπερνά τις παλιές διαχωριστικές γραμμές για να θέσει νέες, που εντοπίζει εχθρούς, διατυπώνει αιτήματα, συγκροτεί πολιτικό πρόγραμμα και δίνει συγκεκριμένες μάχες. Ακόμα βέβαια δεν έχει εμφανιστεί ως τέτοιο στο δρόμο, μιας και τον σιχαίνεται, αλλά σίγουρα δεν αποκλείεται να διευρύνει σύντομα το ρεπερτόριο των δράσεων του μέχρις εκεί.

Βέβαια, αυτή η επιθετικότητα υποδεικνύει και τις ρωγμές στην ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας και την αστάθεια των μηχανισμών αναπαραγωγής της. Όσους περισσότερους εχθρούς αναγκάζεται να αντιμετωπίσει, τόσο περισσότερο πρέπει να προσπαθεί για να εμφανίζεται ως αυτονόητη και καθολική, τόσο λιγότερο παραμένει κεκαλυμμένη και τόσο περισσότερο διαγράφεται σαν αυτό που είναι, δηλαδή σαν μια ιδεολογία που υπερασπίζεται την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων.

Η βραχυπρόθεσμη λοιπόν στράτευση ίσως έτσι να θέτει σε κίνδυνο την μακροπρόθεσμη δραστικότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αλλά, μέσα στην κρίση, κανείς δεν κάνει οικονομία για το μέλλον. Πόσο μάλλον όταν το παρόν προσφέρει μοναδικές «ευκαιρίες για να ξεφύγουμε από τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας». Οπότε, πιστό πάντα στο εθνικό καθήκον, το κίνημα των Αυτονόητων, παίρνει τα ρίσκα του και ξεχύνεται στα πεδία των μαχών.

Όταν ο Γιάννης συνάντησε τον Γιώργο (και πολλούς άλλους)   

Ποιοι ξεχωρίζουν ανάμεσα στις γραμμές του; Εδώ και χρόνια, γνωστοί αποτυχημένοι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί, με πρώτο το Στέφανο Μάνο, ρέκορντμαν (μαζί ίσως με τον Στέλιο Παπαθεμελή) σε μεταγραφές, διαγραφές, ιδρύσεις και διαλύσεις κομμάτων, προσπάθησαν να εκφράσουν πολιτικά το κίνημα των Αυτονόητων, ιδρύωντας βραχύβια κόμματα όπως οι «Φιλελεύθεροι», το αλήστου μνήμης Κίνημα Ενεργών Πολιτών του Δημήτρη Αβραμόπουλου και η Δράση. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το τελευταίο δείγμα της σειράς, η «Δημοκρατική Συμμαχία» της Ντόρας Μπακογιάννη, αν και με πολύ πιο προσεχτικά βήματα και πολύ πιο σαφείς φιλοδοξίες. Μέχρι τώρα, όλες αυτές οι εμπνεύσεις απέτυχαν οικτρά, καθώς το κίνημα αυτό, παρά τα λεγόμενά του, δεν χρειαζόταν στην πραγματικότητα νέες και καινοτόμες ιδέες, αφθαρτά πρόσωπα κοκ, στο βαθμό που μπορούσε να στηρίζεται με αποτελεσματικότητα στις πολύ πιο εγγυημένες λύσεις των δύο κομμάτων εξουσίας.

Έτσι, ακόμα και μέσα από την κρίση, το τιμόνι του κινήματος παραμένει στα στιβαρά χέρια του έμπειρου πολιτικού προσωπικού της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ακόμα και αν αυτή η μάχη απαιτεί και «γενναίες δόσεις αυτοκριτικής»). Πολύ πιο χρηστική και προωθημένη από τις ακραίες νεοφιλελεύθερες καρικατούρες ωστόσο –αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε- είναι η συνεισφορά της παραδοσιακής εγχώριας ακροδεξίας, κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Γιώργου Καρατζαφέρη.

Το ΛΑΟΣ, καθώς στερείται κάθε σύνδεση με την οργανωμένη κοινωνία όπως οφείλει να διατηρεί κάθε σχετικά σοβαρό κόμμα εξουσίας, έχει υιοθετήσει πολύ πιο αιχμηρά «αυτονόητα» αιτήματα, τα οποία έρχονται σε ρήξη με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και κατακτήσεις. Το «πρόγραμμα» του αποτελεί στο σύνολό του ξεπατίκωμα καφενειακής συζήτησης, με θέσεις εμφανώς αντιφατικές, που θέτουν άμεσα σε κίνδυνο την ομαλή αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αυτό βέβαια δεν τους ενοχλεί καθόλου καθώς άλλωστε ποτέ δεν θα κληθούν να το εφαρμόσουν ως τέτοιο. Οι θέσεις αυτές τεστάρουν -και διευρύνουν- την ανοχή της κοινωνίας στις επιθέσεις, στηρίζουν και δικαιολογούν έμμεσα τις μετριοπαθέστερες εκδοχές των κομμάτων εξουσίας, αλλάζουν και διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα του αυτονόητου. Δίνουν επίσης τη δυνατότητα στην ακροδεξία να συμμετέχει στις πολιτικές μάχες από θέσεις προκεχωρημένης εμπροσθοφυλακής, περιμένοντας υπομονετικά να φτάσει σε κάποιες από αυτές και ο ίδιος ο «μεσαίος χώρος», για να βγει ο Καρατζαφέρης στη Βουλή και να τους κλείσει το μάτι συγχαίροντάς τους που επιτέλους τον άκουσαν.

Το Κίνημα του Αυτονόητου όμως δεν αντλεί τη δύναμή του από το σαθρό πολιτικό σκηνικό, αλλά από την ίδια την κοινωνία. Αλλωστε, ενώ είναι πολύ φανατικό με τη δημοκρατία, παράλληλα είναι και πολύ ενάντια στα κόμματα και ενώ δεν ανέχεται να γιουχάρει κανένας τον Πάγκαλο, αναγνωρίζει ότι η βαθειά κρίση του πολιτικού μας συστήματος και η διαφθορά έχουν διαλύσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας απένανι στην πολιτική και τους πολιτικούς. Έτσι, διάφοροι εξωκοινοβουλευτικοί παράγοντες ανταγωνίζονται για να καλύψουν το διαφαινόμενο κενό, προσπαθώντας να αναδειχθούν στην ηγεσία του Κινήματος.

Στην αρχή προσπάθησαν να βγουν μπροστά οι επιχειρηματίες, με πρώτο τον Ανδρέα Βγενόπουλο (κορυφαίο δείγμα ευθείας πολιτικής παρέμβασης η επιστολή μετά τους θανάτους στη Marfin). Σύντομα φτάσαμε να μιλάμε για υπό ίδρυση «κόμμα επιχειρηματιών», αλλά η λύση αυτή μπλόκαρε, καθώς ακόμα υπάρχουν κόμματα που κάνουν καλύτερα αυτή τη δουλειά. Επίσης, κανείς φέρελπις Έλληνας Μπερλουσκόνι δεν φαίνεται να μπορεί να υποστηρίξει την εικόνα του νέου, αδιάφθορου, δημιουργικού και υγιή επιχειρηματία. Πάντως, ο Πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος συνεχίζει να παίζει σημαντικό ηγετικό ρόλο στο Κίνημα, αναλαμβάνοντας πολλές φορές και τη διατύπωση του πολιτικού του προγράμματος.

Η φυσική ηγεσία όμως ανήκει ήδη, και δικαίως, στους δημοσιογράφους. Πρώτος μεταξύ ίσων ο Γιάννης Πρετεντέρης και δίπλα του ο Τάσος Τέλλογλου, ο Πάσχος Μανδραβέλλης, ο Τάκης Μίχας, ο Alexis Papachelas, ο Γιώργος Παπαδάκης και τόσοι άλλοι δίνουν εδώ και χρόνια την καθημερινή μάχη του αυτονόητου, ακόμα και εκεί που η κυβέρνηση δεν τολμά. Αποκαλύπτουν τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις, τα βάζουν με τους προνομιούχους συνδικαλιστές και την παλαβή αριστερά. Έχουν λοιπόν κατοχυρώσει τέτοιο κύρος, που δεν κωλώνουν ακόμα και να μαλώνουν στον άερα υπουργούς. Η «Ανατροπή» και το Κεντρικό Δελτίο Ειδήσεων του Μέγκα αποτελεί τουλάχιστο το τηλεοπτικό ισοδύναμο της Βουλής στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας.

Βέβαια, ακόμα και ο Πρετεντέρης, ούτε κυβερνά, ούτε «ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις»: προσφάτως για παράδειγμα, ούτε τον ευνοούμενό του για την προεδρία ενός διαλυμένου και ηττημένου ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Η δουλειά του δεν είναι στο διεφθαρμένο κόσμο της πολιτικής, αλλά στον άφθαρτο κόσμο των ιδεών και αυτό, προς το παρόν τουλάχιστον, του αρκεί. Ωστόσο έχει αναλάβει πολύ πιο δύσκολα καθήκοντα από το να παπαγαλίζει τις ίδιες, γνωστές, θέσεις του Αυτονόητου, όπως κάνει πχ η Άννα και η Μαίρη. Ο Πρετεντέρης ξέρει και να τις χειρίζεται: τις αναδιατυπώνει, τις αναπροσαρμόζει στη συγκυρία, τις τεκμηριώνει, δίνει επιχειρήματα στον κόσμο του Κινήματος.

Ο Πρετεντέρης σπάνια αναγκάζεται να καταφεύγει σε ηθικές επικλήσεις, που αποκαλύπτουν την αδυναμία του λόγου σου. Προτιμά τη μαγική γλώσσα των αριθμών: το κράτος χρειάζεται 50 δις και έχει περιουσία 300. Αυτονόητο δεν είναι να ξεκινήσει από το να πουλά τη δική του περιουσία; Τί θέλετε δηλαδή, να μας βάλει και άλλους φόρους; Κάποιες φορές μάλιστα, με πολύ προσοχή, απελπισμένος μπροστά στην καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας και την ανεπάρκεια ακόμα και των πιο επίλεκτων πολιτικών, αναγκάζεται να κατέβει από τα σύννεφα της ιδεολογίας και να κάνει ο ίδιος του πολιτική: να διαπραγματευτεί με τους αντίπαλους, να υποδείξει πρακτικές λύσεις, να αναγνωρίσει τις υπαρκτές αντιθέσεις. Την αμέσως επόμενη στιγμή βέβαια, με μια μαγική πιρουέτα επιστρέφει στα αυτονόητα και πετά ένα κήρυγμα για το έλλειμμα.

Λίγοι άλλοι δημοσιογράφοι έχουν αναλάβει τέτοια καθήκοντα. Ο Πάσχος Μανδραβέλης για παράδειγμα συνήθως περιορίζεται στο να προσαρμόζει τη βασική επιχειρηματολογία σε κάθε ζήτημα που προκύπτει –δουλειά λάντζα αλλά διόλου ευκαταφρόνητη- ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει και να προσφέρει στο Κίνημα μερικά αξιόλογα συνθήματα όπως αυτό με την «παλαβή αριστερά».

Παρακάτω, ακολουθεί μια στρατιά δημοσιογράφων, διανοούμενων, συγγραφέων, καλλιτεχνών και πανεπιστημιακών, που χωρίς να προσφέρουν πάντα κάτι καινούργιο, αναλαμβάνουν τη διάχυση της γραμμής στη βάση του κινήματος. Άλλες φορές, καλούνται να αναλάβουν τη βρώμικη δουλειά σε συγκεκριμένες μάχες. Τα παραδείγματα άπειρα και τόσο διαφορετικά: η συνεπής στράτευση της Σώτης Τριανταφύλλου στην υπηρεσία των εκδοτών της, οι αντικειμενικές αναλύσεις για την ανάγκη δημοσιονομικής σταθερότητας διαφόρων έγκριτων καθηγητών Πολιτικής Οικονομίας, η στήριξη των ανανεωτών καθηγητών στις προσπάθειες εξορθολογισμού του χάους που επικρατεί στα ΑΕΙ κοκ.

Η βάση του κινήματος

Το ενδιαφέρον όμως θα ήταν να πάμε ακόμα πιο κάτω και να αναζητήσουμε και την πραγματική κοινωνική βάση του Κινήματος του Αυτονόητου. Πέρα από τα στρώματα που γενικά αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία ή συναινούν στην αστική ηγεμονία (αυτό αντικειμενικά και αναγκαία το κάνει άλλωστε πάντα η πλειοψηφία), πέρα από την καθεαυτό αστική τάξη που μέσω ακόμα και των επισήμων της θεσμών στηρίζει έμπρακτα και ανοιχτά την Επανάσταση του Αυτονόητου (και την κυβέρνηση), πρέπει να υπάρχουν και ευρύτερα στρώματα, κυρίως νέων επαγγελματιών και επιχειρηματιών, που στρατεύονται κάθε μέρα στη μάχη του Αυτονόητου, με τον αντίστοιχο περίπου τρόπο που στρατεύεται κάποιος σε οποιοδήποτε κίνημα: παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις, έχουν άποψη, προσπαθούν με πάθος να πείσουν το διπλανό τους για τα δίκαια αιτήματά τους, εχθρεύονται την αριστερά και τα άλλα κινήματα.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι (γιατί πάνω από όλα δεν θέλουν να ξεχνούν πως είναι άνθρωποι), όπως η Μαίρη και η Άννα, πρώτα και κύρια δεν είναι ακραίοι. Στηρίζουν τη δημοκρατία, αλλά δεν ταυτίζονται με τα κόμματα, όπως επίσης αγαπούν τον αθλητισμό, αλλά καταδικάζουν τον οπαδισμό. Κατανοούν ότι πρέπει να κάνουμε θυσίες, αλλά ασκούν και κριτική στην κυβέρνηση. Δέχονται ότι οι εργαζόμενοι δικαιούνται να διαμαρτύρονται (κόσμια), αλλά γνωρίζουν ότι όλα αυτά δεν οδηγούν πουθενά. Αγαπούν την πατρίδα τους, αλλά δεν ανέχονται τον ακραίο εθνικισμό. Πιστεύουν βαθειά ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και έχουν δικαιώματα, αλλά καταλαβαίνουν επίσης ότι δεν πάει άλλο με την αθρόα λαθρομετανάστευση. Είναι πολύ ευαισθητοποιήμενοι απέναντι στην καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούμε να σταματάμε όλες τις επενδύσεις στο όνομα της οικολογίας. Αγαπούν ιδιαίτερα το θέατρο, αλλά δεν έχουν καθόλου ελεύθερο χρόνο. Καταγγέλουν τη φοροδιαφυγή, αλλά ψάχνουν να βρουν και κάποιο τρόπο να περιορίσουν κάπως το ΦΠΑ (στο κάτω-κάτω, πάντα αυτοί θα είναι τα κορόιδα που θα πληρώνουν;) Πιστεύουν στο διάλογο και -πάνω από όλα- καταδικάζουν τη βία από όπου και αν προέρχεται.

Όλοι αυτοί, που πολύ λίγο πια μοιάζουν με τον οργισμένο θριαμβευτή γιάπι (ή ΔΑΠίτη) του ’89 ή τον μικρομεγαλοεπενδυτή του ’96, αν και πιθανά έχουν υπάρξει και από τα δύο, σήμερα πιστεύουν ακράδαντα ότι αυτοί είναι η κοινωνία, ότι μάχονται για το συμφέρον του τόπου, ότι παλεύουν για τα αυτονόητα. Και, σε αυτή την κατεύθυνση πάντα, είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν οτιδήποτε. Το Αυτονόητο σήμερα τυγχάνει να έχει –ευτυχώς- τη μορφή μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και για αυτό όλοι αυτοί φρίττουν ακόμα και με μια συμβολική επίθεση σε κάποιο βουλευτή. Σε άλλες στιγμές, το Αυτονόητο πήρε πολύ πιο αποκρουστικές μορφές. Αυτό δεν εμπόδισε την πλειοψηφία να συνεχίζει να το θεωρεί αυτονόητο.

Είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ δεν εκλέχθηκε λέγοντας τρελαμάρες, αλλά λογικά και απλά επιχειρήματα. Θέωρησε αυτονόητο ότι δεν μπορούν οι εβραίοι να ελέγχουν την οικονομία και να κερδοφορούν εις βάρος των γερμανών, και την ίδια στιγμή οι εβραίοι να δουλεύουν και γερμανοί να είναι άνεργοι. Θεώρησε αυτονόητο ότι η Γερμανία δεν άντεχε άλλο να υφίσταται την εξοντωτική και ατιμωτική τιμωρία που της επέβαλλαν οι εχθροί της για την ήττα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (όταν με αντίστοιχα απλά και αυτονόητα επιχειρήματα πείστηκε μέχρι και η εργατική τάξη και το κόμμα της να στηρίξει την κήρυξη πολέμου στους προαιώνιους εχθρούς του έθνους) και δικαιούται μια ρεβάνς.

Το που οδήγησαν τα απλά και αυτονόητα αυτά επιχειρήματα, είναι ακόμα πιο γνωστό. Γενικά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ιστορικά ο φασισμός αποδείχτηκε πολύ πιο ικανός από τη δημοκρατία στο να στηρίζει και να στηρίζεται από τα Αυτονόητα και ότι σε καιρό κρίσης και πολέμου αυτά αναδεικνύονται ακόμα πιο επιθετικά σε σχέση με την ειρήνη. Για τους οπαδούς των αυτονόητων λοιπόν, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες των προθέσεων. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμοι να γίνουν φασίστες: είναι όμως αποφασισμένοι να υπερασπιστούν την κοινωνία τους, πιθανά με κάθε κόστος.

Τα κινήματα ενάντια στα Αυτονόητα

Κάθε ανταγωνιστικό κίνημα από την άλλη, είναι υποχρεωμένο να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Αν το αυτονόητο σε κάθε κοινωνία είναι η διατήρηση της κυρίαρχης τάξης, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας εμφανίζεται πάντα ως παραλογισμός. Αν αυτό ισχύει σε απόλυτο βαθμό για κάθε κίνημα που θέτει θέμα εξουσίας, ισχύει σε κάποιο βαθμό ακόμα και για τα συνηθισμένα κοινωνικά κινήματα που διεκδικούν συγκεκριμένα αιτήματα ή υπερασπίζονται παλιές κατακτήσεις.

Το τελευταίο φοιτητικό κίνημα κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16 υπερασπιζόταν στην πράξη την απαγόρευση ελεύθερης επένδυσης κεφαλαίου σε ένα νευραλγικό και προσοδοφόρο οικονομικό πεδίο, σε μια κατά τα άλλα κεφαλαιοκρατική οικονομία. Δεν χρειάζεται να είσαι ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος για να το βρίσκεις αυτό απλά παράλογο. Οι αγρότες κλείνουν κάθε χρόνο τους δρόμους για να διεκδικούν κρατικές επιδοτήσεις σε μια ελεύθερη αγορά (σε εποχή μάλιστα δημοσιονομικής κρίσης). Οι εργαζόμενοι του δημοσίου υπερασπίζονται τα προνόμιά τους την ώρα που η ιδιωτική παραγωγή καταρρέει κοκ.

Οι διεκδικήσεις αυτές δεν είναι καθόλου αυτονόητες, μπορεί όμως να είναι παρά πολύ δίκαιες. Τα κοινωνικά κινήματα σπάνια έχουν την πολυτέλεια να απαντούν σε γενικά αποδεκτές αλήθειες: συνήθως είναι υποχρεωμένα να ανοίγουν μόνα τους το θεωρητικό χώρο όπου θα συγκροτήσουν το λόγο τους, να ψάξουν μόνα τους δρόμους για να επικοινωνήσουν τις θέσεις τους με τα άλλα, αγωνιζόμενα ή μη, κομμάτια της κοινωνίας. Σε αυτή τη διαδικασία συνήθως υποχρεώνονται να αντιπαρατεθούν με το σύνολο της κυρίαρχης ιδεολογίας. Μέσα σε αυτή την αντιπαράθεση αναζητούν φυσικά ρωγμές, αντιφάσεις για να πιαστούν και να στρέψουν τα όπλα του αντιπάλου τους εναντίον του. Μπορεί έτσι ακόμα και να επικαλούνται ότι αυτά υπηρετούν καλύτερα τις κοινώς αποδεχτές αρχές από ο,τι οι κυρίαρχοι.

Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούν να αποκτήσουν την αυταπόδεικτη προφάνεια, την κυκλική αυτοαναπαραγούμενη συνεκτικότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο λόγος των κινημάτων είναι από τη φύση του αποσπασματικός, αντιφατικός, ρευστός. Αλλάζει από τόπο σε τόπο και από στιγμή σε στιγμή, για να προσαρμόζεται στον ιδιαίτερο συσχετισμό δυνάμεων, στα επίδικα της συγκυρίας. Ο Θεός είναι παντού Θεός για έναν χριστιανό, αλλά το κεφάλαιο, η εργασιακή δύναμη, το σωματείο, το κόμμα, η γειτονιά, η απεργία ή η κατάληψη δεν είναι ποτέ τα ίδια. Το εργατικό κίνημα και όλα τα ανταγωνιστικά κινήματα δεν μπορούν με τίποτα να αποκτήσουν ένα ενιαίο, συνεκτικό, σταθερό και σαφές πρόταγμα, γιατί αυτή τη μορφή έχει μόνο η κυρίαρχη ιδεολογία και αυτή δεν είναι δική τους.

Η μόνη συμμαχία που μπορούν να έχουν σε αυτόν τον εξορισμού άνισο ανταγωνισμό με την κυρίαρχη ιδεολογία είναι η πολιτική αριστερά. Αυτός άλλωστε, σε ένα βαθμό τουλάχιστο, είναι και ο ιστορικός ρόλος της στις αστικές κοινωνίες: να διευρύνει τις δυνατότητες κινηματικής δράσης, να κυκλοφορεί και να αναπαράγει το λόγο των κοινωνικών κινημάτων, να συμβάλει στο θεωρητικό και πολιτικό εξοπλισμό τους. Για να το κάνει αυτό, θα πρέπει επίσης να αποδέχεται ότι και ο δικός της λόγος θα έρχεται σε διαρκή ρήξη με τα Αυτονόητα, θα ανταγωνίζεται διαρκώς την κυρίαρχη ιδεολογία και θα είναι έτσι αναπόφευκτα ασυνεχής, αντιπαραθετικός και αντιφατικός.

Για να ανταγωνιστείς όμως την κυρίαρχη ιδεολογία, αναγκάζεσαι φυσικά να δίνεις μάχες στο έδαφος της, να υιοθετείς τα μέσα της, να κάνει και εσύ ιδεολογία. Η ιδεολογία όμως, όπως έλεγε χοντρικά ο Αλτουσέρ, είναι μία και όχι όσες οι πλευρές των ενδιαφερομένων. Έχει έτσι, κατά τα γνωστά, την ικανότητα και την τάση να σε απορροφά και να σε ενσωματώνει. Εϊναι πολύ δύσκολο να αμφισβητείς τα Αυτονόητα μιας ολόκληρης κοινωνίας και πολύ πιο βολικό πολλές φορές να ισχυρίζεσαι ότι εσύ μπορείς να τα εκπροσωπήσεις καλύτερα. Και αυτό μέσα στο παιχνίδι είναι, αλλά μετά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα λες τα ίδια πράγματα και –κυρίως- ότι θα βοηθάς τα κινήματα.

Πρόσφατα για παράδειγμα στην Ελλάδα, κομμάτια της αριστεράς και καλοπροαίρετοι προοδευτικοί διανοούμενοι, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι υπάρχει ένα αυτονόητο πρόβλημα με την παράνομη μετανάστευση, την υποβάθμιση και την εγκληματικότητα, και όποιος δεν το βλέπει εθελοτυφλεί. Οπότε, προτίμησαν να το χρεώσουν στον Αντίπαλο (για τη μετανάστευση φταίει η πολιτική της Δύσης στον 3ο Κόσμο, η φτώχεια και ο πόλεμος) για να εμφανίζονται πάλι ως αντιπρόσωποι της «λύσης», που είναι ουσιαστικά η κατάργηση των αιτίων της μετανάστευσης (και άρα της ίδιας της μετανάστευσης). Αυτή η θέση, που προσπαθεί να προσαρμοστεί στην αυτονόητη αγανάκτηση των κατοίκων πχ του Άγιου Παντελεήμονα απέναντι στην εγκληματικότητα, στην πραγματικότητα δεν βοηθά κανέναν. Φυσικά και δεν πρόκειται να κάνει τους κατοίκους πιο φιλικούς με την αριστερά ή πιο εχθρικούς με τον καπιταλισμό. Ούτε επίσης να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν το «πραγματικό πρόβλημα», όποιο και να είναι αυτό.

Η παλαβή αριστερά

Συνεπώς, ο ρόλος της αριστεράς δεν είναι καθόλου να λεει το αυτονόητο, ακόμα και εκεί που αυτό βγάζει μάτι. Ο ρόλος της είναι να αμφισβητήσει τις αυθόρμητες (και άρα ύποπτες για υποταγή στην κυρίαρχη ιδεολογία) προσεγγίσεις, να αρνείται τις απλές προτάσεις, να υποδεικνύει το σύνθετο των προβλημάτων και –κυρίως- να στηρίζει τα πραγματικά κινήματα που παρεμβαίνουν στο εκάστοτε πεδίο. Στον Άγιο Παντελεήμονα πχ το «πρόβλημα» δεν είναι γενικά και αφηρημένα η μετανάστευση, αλλά η ποινικοποίησή της και ο έλεγχός της. Η λύση λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθεί στα πολύ γνωστά στην αριστερά αιτήματα της νομιμοποίησης, της κοινωνικής εξίσωσης και των ανοιχτών συνόρων. Τα αιτήματα αυτά έχουν από πίσω τους και συγκεκριμένα κινηματικά υποκείμενα, το μεταναστευτικό και το αντιρατσιστικό κίνημα. Αντί λοιπόν να αναζητά ιδεολογικά πλαίσια, η αριστερά μπορεί να στηρίζει και να αναπτύσσει -όσο τραγικά δύσκολο και να είναι κάποιες στιγμές- το λόγο των ίδιων των κινημάτων.

Το κόστος φυσικά θα είναι να μην μπορεί έτσι να φτιάξει ένα «δικό της», ολοκληρωμένο πρόγραμμα με τέτοιο εύρος που να μοιάζει με αυτό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Τα κινήματα πολλές φορές ζητάνε και πράγματα αντιφατικά: μπορεί να θέλουμε να σταματήσουμε την κλιματική αλλαγή, αλλά διαφωνούμε με την αντικατάσταση του λιγνίτη από την πυρηνική ενέργεια, προκρίνουμε τις εναλλακτικές πηγές, αλλά συμπαραστεκόμαστε στα τοπικά κινήματα που αντιστέκονται στα τεράστια, ιδιωτικά αιολικά πάρκα, μιλάμε για την εξοικονόμηση ρεύματος αλλά ξέρουμε ότι το ζήτημα είναι στις σχέσεις παραγωγής και όχι στην κατανάλωση.

Γενικά, αν για να διαμορφώσεις τις θέσεις δεν σου φτάνουν μόνο κάποιες γενικές αξίες, αλλά πρέπει να λάβεις υπόψη σχέσεις ιδιοκτησίας και εξουσίας, συσχετισμούς δύναμης, οικονομικά μεγέθη, πολιτικές αντιλήψεις, οικολογικές διεργασίες και χίλια ακόμα πράγματα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να έχεις προτάσεις εξίσου επικοινωνιακές και θελκτικές με τις κυρίαρχες. Για να θυμηθούμε πάλι τον Χίτλερ, αυτόν τον εξαιρετικό πολιτικό του μεσοπολέμου, έλεγε χοντρικά: οι κομμουνιστές παρουσιάζαν τα προβλήματα του λαού ως περίπλοκα και δύσκολα και για αυτό έχασαν, ενώ εγώ τα παρουσίασα ως απλά και προφανή και για αυτό κέρδισα.

Το απλό και το αυτονόητο είναι πάντα πολύ πιο προσιτό και ανακουφιστικό. Προσφέρει σιγουριά και θαλμπωρή, απέναντι σε έναν απειλητικά σύνθετο κόσμο. Για αυτό άλλωστε και η ίδια η αριστερά αναζητά εναγωνίως και αέναα τα δικά της «αυτονόητα», τις δικές της «απλές αλήθειες», τα δικά της συνολικά προτάγματα. Αυτή η τάση μάλιστα δεν έχει να κάνει με ενδοαριστερούς συσχετισμούς, καθώς διαπερνά οριζόντια όλους τους πολιτικούς χώρους. Πολύ πιο έντονη είναι για παράδειγμα στους αντιεξουσιαστικούς χώρους, όπου παρά τα διαγγέλματα ενάντια στην ιδεολογία, εξαιτίας της πίεσης για συνολικοποίηση, όλη η πολιτική παρέμβαση συγκροτείται συνήθως γύρω ή μέσα από ιδεολογικά προτάγματα, τα οποία όλο και περισσότερο μοιάζουν να επικαλούνται όχι τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις, αλλά το καλό και το συμφέρον ολόκληρης της «πραγματικής» κοινωνίας, του «αγωνιζόμενου πλήθους», των «απλών ακομμάτιστων ανθρώπων», απέναντι συλλήβδην στο κράτος, τους μηχανισμούς του και τα κόμματα. Στη μορφή του, λίγο απέχει αυτό από τα αυτονόητα της Άννας και της Μαίρης.

Πόσες φορές η αριστερά δεν έχει αυτοοικτιριστεί που δεν παρουσιάζει ένα «συνεκτικό και πειστικό πρόγραμμα» που θα δίνει «ελπίδα στους πολίτες»; Πόσες φορές δεν διαμαρτυρήθηκε ο «απλός αριστερός» για την αριστερά «που δεν λεει τίποτα για» αυτό ή το άλλο πρόβλημα ; Και πόσες φορές δεν έχει προσπαθήσει η ίδια η αριστερά -με αποτυχία συνήθως- να μιλήσει «τη γλώσσα του λαού» και να καταγγείλει τα «χαράτσια της φορομπηχτικής πολιτικής»; Δυστυχώς όμως, ή τουλάχιστον για λόγους αισθητικής ευτυχώς, η μοίρα της αριστεράς είναι να αναλύει, να σκέπτεται, να μπερδεύεται και να αντιφάσκει. Το απλό και το αυτονόητο, μπορεί να μην οδηγεί με ασφάλεια στο φασισμό, αλλά πάντως δεν υπηρετεί την ανάγκη για τομές και ρήξεις. Άλλωστε, όπως έλεγε και ένα παλιό σύνθημα, για την αριστερά τουλάχιστον, τα αυτονόητα πεθάναν το ’89. Θεός σχωρέσ’τα.

Νίκος Νικήσιανης

http://rnbnet.gr/details.php?id=2218

http://www.alterthess.gr/content/%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CE%B7%CF%84%CE%BF%CE%B9Image