Ενάντια στην αειφορία και τη βιοποικιλότητα

Δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα στην οικολογία του ένθετου “Εντός Εποχής” της εφημερίδας Εποχής, τ. 42, Περ. Γ, 15 Μάρτη 2009.

Στην οικολογία συμβαίνει κάτι παράξενο: όλοι μιλάμε με τις ίδιες λέξεις. Aπό τα οικολογικά κινήματα ως τις διεθνείς συμβάσεις και τα επιστημονικά συνέδρια, στη συζήτηση για τη σχέση της κοινωνίας με τη φύση, κυριαρχούν οι ίδιες βασικές έννοιες: προστασία, διατήρηση, αειφορία, φυσικά όρια, βιοποικιλότητα. Κατ’ αντιστοιχία πχ, για τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας θα έπρεπε να μιλάμε όλοι με τους ίδιες έννοιες: να μιλούσε δηλαδή ο ΣΕΒ για ταξική πάλη, υπεραξία και κρίση υπερσυσσώρευσης, ή να μιλούσε η αριστερά για ανταγωνιστικότητα, ευελιξία και επενδυτικό κλίμα. Θα ήταν παράλογο. Γιατί λοιπόν γίνεται στην οικολογία;

Οι έννοιες που ηγεμονεύουν στο λόγο της οικολογίας έχουν κάποια βασικά, κοινά χαρακτηριστικά. Είναι έννοιες ενταγμένες στο επιστημονικό πεδίο από το οποίο κατάγονται, καθορίζοντας μάλιστα τον τρόπο που αυτό αναπαράγεται και εξελίσσεται. Ταυτόχρονα όμως, χρησιμοποιούνται ευρέως, και μάλιστα πάλι με κεντρικό ρόλο, σε άλλες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές, λειτουργώντας ως κόμβοι συνάρθρωσης της επιστήμης με αυτές. Παρά το διπλό αυτό καθοριστικό ρόλο, οι ίδιες ως έννοιες παρουσιάζουν σοβαρά κενά και ασυνέχειες στο νόημά τους, κάτι που όμως καθόλου δεν τις εμποδίζουν να είναι καθολικά αποδεκτές και αυτόματα κατανοητές, σχεδόν αυτονόητες.

Αυτά τα συμπτώματα μας παραπέμπουν ευθέως σε ιδεολογικές επιδράσεις στο εσωτερικό της επιστήμης. Θεωρίες της ιδεολογίας περιγράφουν τη λειτουργία τέτοιων εννοιών – σταυροδρόμια, από όπου η «πρακτικό-κοινωνική» λειτουργία εισβάλλει μέσα στο θεωρητικό χώρο και επιβάλλεται πάνω στη γνωστική, ανάγοντας ταυτόχρονα τις έννοιες αυτές στο κεντρικό σημείο νοηματοδότησης του πεδίου τους, στο λεγόμενο «σημείο διαρραφής», τη λέξη που δίνει νόημα σε όλες τις άλλες, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να έχει αυτή.

Ο «πλούτος της βιοποικιλότητας»

Κεντρικό παράδειγμα μας, η βιοποικιλότητα. Σήμερα, η έννοια αυτή, υποκαθιστώντας ουσιαστικά την ίδια τη φύση, εμφανίζεται ως το γενικό αντικείμενο της οικολογίας. Δουλειά των οικολόγων είναι να μελετούν την βιοποικιλότητα και αυτό σημαίνει απλώς τα πάντα.

Η λαμπρή αυτή καριέρα ξεκίνησε όμως από χαμηλά. Τη δεκαετία του ’40 οι οικολόγοι, γοητευμένοι από τις νέες πρακτικές της στατιστικής, πειραματίζονταν αναζητώντας ένα στατιστικό μοντέλο που να δείχνει με ποιες συχνότητες τα άτομα ενός πληθυσμού, ας πούμε μιας συλλογής εντόμων, κατανέμονται στα διάφορα είδη. Τα μοντέλα αυτά, εκτός από τον αριθμό των ατόμων και των ειδών, εμπεριείχαν μια «στατιστική σταθερά», η οποία εξέφραζε στην πραγματικότητα όλες τις οικολογικές σχέσεις που οδηγούν σε αυτή την κατανομή. Καθώς όμως στην πράξη οι αριθμοί ήταν γνωστοί και η σταθερά άγνωστη, η φορά της εξίσωσης αντιστράφηκε και ζητούμενο δεν ήταν πια η κατανομή, αλλά ο υπολογισμός αυτής ακριβώς της σταθεράς, η οποία ονομάστηκε «ποικιλότητα». Από εκείνη τη στιγμή, όλη η συζήτηση μεταστρέφεται στη «μέτρηση της ποικιλότητας». Λίγα χρόνια μετά, αυτή η αναζήτηση θα συναντηθεί με τη νέα τότε τάση της πληροφορικής: μέσα από αυτή, η ποικιλότητα θα βρει το βασικό της ορισμό, ως «μέτρο της ελευθερίας επιλογής».

Δεν ήταν λοιπόν οι αντιλήψεις των επιστημόνων που τους οδήγησαν στην ανάδειξη της έννοιας, αλλά οι πρακτικές τους, και συγκεκριμένα οι πρακτικές ποσοτικοποίησης που κυριαρχούσαν μέσα από τα στατιστικά και πληροφορικά μοντέλα. Η «ποικιλότητα» ήταν η απάντηση σε ένα ερώτημα που ποτέ δεν τέθηκε. Ήταν όμως μια απάντηση παντοδύναμη: τις τρεις επόμενες δεκαετίες, η έννοια αναπτύσσεται ραγδαία, αποκτά θετικό αξιακό πρόσημο (είναι «καλό» να έχεις πολλά είδη και τα άτομα να ισοκατανέμονται σε αυτά), συνδέεται αιτιακά με άλλες θετικά φορτισμένες έννοιες, όπως η σταθερότητα των οικοσυστημάτων απέναντι στις «ανθρωπογενείς επεμβάσεις» ή η «παραγωγικότητα» και τελικά γίνεται το κέντρο γύρω από το οποίο συγκροτείται το νέο επιστημονικό πεδίο της «περιβαλλοντικής διαχείρισης»[1].

Η βιοποικιλότητα ως ιδεολογία

Μια έννοια λοιπόν αναδύεται μέσα από το επιστημονικό πεδίο της συστημικής οικολογίας, όπου καλείται να αποτυπώσει την περιπλοκότητα των σχέσεων σε ένα οικοσύστημα. Αποκτά κομβικό ρόλο, υποδεικνύοντας λεκτικά το φυσικό πλούτο ως το ίδιο το γενικό αντικείμενο της οικολογίας. Η ίδια παραμένει αέναα, και παρά τις συνεχείς προσπάθειες των επιστημόνων, χωρίς συνεπή και αποδεκτό ορισμό.

Το περιεχόμενο ενός δομημένου συνόλου σχέσεων, όπως ένα οικοσύστημα, καλείται να ενδυθεί τη μορφή ενός στατιστικού δείκτη. Ένα μονοσήμαντο δηλαδή μέγεθος, μια ποσότητα, καλείται να ενσωματώσει μια άπειρη σειρά υλικών ποιοτήτων (είδη, πληθυσμοί, οικότοποι, γονίδια κοκ), οι οποίες εντασσόμενες στο πλαίσιο μιας μαθηματικής σχέσης εξισώνονται, γίνονται ομοιόμορφες, γενικά ισοδύναμα, επιμέρους εκφράσεις μιας φυσικής αυθύπαρκτης ποικιλομορφίας.

Το νέο αυτό φυσικό μέτρο που αναδύεται από τη φυσική πολυπλοκότητα, καλείται πια να τη νοηματοδοτήσει από – τα – έξω, ως προϋπόθεσή της. Κάθε φυσική ενότητα αποτιμάται ως προς τη βιοποικιλότητά της. Η αποτίμηση αυτή έχει νόημα μόνο μέσα σε μια σχέση σύγκρισης, όπου συγκρίνει ως προς την αξία τους – δηλ. την εμπεριεχόμενη φυσική ποικιλία – δύο διαφορετικές φυσικές ενότητες (ή συνηθέστερα δύο διαδοχικές καταστάσεις μιας ενότητας, όπως όταν γίνεται λόγος για μείωση ή διατήρηση της βιοποικιλότητας).

Μέσα από την παραπάνω διαδικασία η έννοια της βιοποικιλότητας λειτουργεί ως ένα μέσο ποσοτικοποίησης, εξομοίωσης, αφαίρεσης από τη συγκεκριμένη υλική ποιότητα, σύγκρισης και τελικά αποτίμησης. Γνωρίζουμε ότι η ποσοτικοποίηση, ως επιστημονικό φαινόμενο, έχει συνδεθεί με τη μεταφορά, την αναπαράσταση, κυρίαρχων πρακτικών από τη σφαίρα της οικονομίας στο εσωτερικό της επιστήμης[2]. Στο παράδειγμα της βιοποικιλότητας συναντάμε μια προκλητικά φανερή αντιστοιχία με τη λειτουργία της ανταλλακτικής αξίας στο πλαίσιο της χρηματικής ανταλλαγής εμπορευμάτων, δηλαδή της αγοράς.

Η χρηματική θεωρία της αξίας μας έχει δείξει πώς το κοινωνικό περιεχόμενο ενός δομημένου συνόλου σχέσεων ανταλλαγής στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, καλείται να «ενδυθεί» τη μορφής μιας ανταλλακτικής αξίας, πώς δηλαδή μια ποσότητα καλείται να συμπεριλάβει μια άπειρη σειρά υλικών ποιοτήτων, της ξεχωριστής συγκεκριμένης ποιότητας κάθε προϊόντος, και πώς αυτές οι ποιότητες εντασσόμενες στο πλαίσιο μιας μαθηματικής σχέσης εξισώνονται, γίνονται γενικά ισοδύναμα, επιμέρους εκφράσεις ενός φυσικού/κοινωνικού αυθύπαρκτου καταμερισμού εργασίας.

Η ανταλλακτική αξία αναδύεται σε προϋπόθεση και σκοπό συνολικά της παραγωγικής διαδικασίας: κάθε στοιχείο αποτιμάται ως προς την αξία που περιέχει, αν και βέβαια αυτή η αποτίμηση έχει νόημα μόνο ως σχέση μεταξύ δυο διαφορετικών στοιχείων, μια σχέση η οποία υποκρύπτει με τη σειρά της ολόκληρο το αναγκαίο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων. Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι το χρήμα, στο πλαίσιο της εμπορευματικής – χρηματικής κυκλοφορίας, δηλαδή της αγοράς, μας δίνει ένα έδαφος για να κατανοήσουμε το ρόλο της βιοποικιλότητας στο πλαίσιο αυτή τη φορά του επιστημονικού πεδίου της οικολογίας.

Ακόμα περισσότερο, όταν μαζί με τη βιοποικιλότητα αναπτύσσεται μια ολόκληρη σειρά ποσοτικοποιήσεων, μέσα από έννοιες όπως η φέρουσα ικανότητα, η τιμολόγηση των φυσικών πόρων, τα φυσικά όρια στην ανάπτυξη κα. Κάποιες μάλιστα μπορούν να αποδειχθούν πολύ πιο ευάλωτες στην παραπάνω κριτική, αφού καταλήγουν όχι απλώς σε αναπαράσταση της ανταλλακτικής αξίας, αλλά στην ίδια την αξία καθεαυτή, σε συγκεκριμένα ποσά! Όλες οι παραπάνω έννοιες αποτελούν κομβικές προϋποθέσεις του θεωρητικού οικοδομήματος της αειφορικής ανάπτυξης, χαρακτηρίζοντας ιδεολογικά το όλο εγχείρημα.

Φύση – κεφάλαιο και φύση – αγορά

Η μεταφορά κυρίαρχων οικονομικών πρακτικών και αντιλήψεων εντός της οικολογικής θεωρίας ξεκινά από την ποικιλότητα και ολοκληρώνεται από την έννοια της αειφορίας. Χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε εδώ, υποστηρίζουμε ότι το ιδεολόγημα της αειφορίας περιγράφει μια Φύση – Κεφάλαιο. Οι φυσικές διαδικασίες αναπαραγωγής των στοιχείων της φύσης εμφανίζονται ομομορφικές με τις κοινωνικές διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η φύση εμφανίζεται ως ένα τεράστιο αυτόματο, που παράγει από μόνο του διαρκώς ένα σχετικό πλεόνασμα αξιών χρήσης, το οποίο μπορούμε «εμείς», δηλ. οι «άνθρωποι» να δρέπουμε: αν παίρνουμε μόνο το «υπερπροϊόν» για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας και δεν καταναλώνουμε το κεφάλαιο, τότε αυτό θα συνεχίζει να αποδίδει αυτόματα εξασφαλίζοντας «και τις ανάγκες των επόμενων γενεών»[3].

Όμως η αειφορική ανάπτυξη δεν αντανακλά απλά τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου (δηλ. την «ανάπτυξη») πάνω στη φύση: πολύ περισσότερο εκφράζει το αίτημα για αέναη συνέχεια αυτής της αναπαραγωγής, χωρίς αντιθέσεις και κρίσεις. Κάθε λοιπόν τέτοια έννοια – σταυροδρόμι λειτουργεί αμφίδρομα: αφενός «εισάγει» στο εσωτερικό της θεωρίας κυρίαρχες αντιλήψεις και πρακτικές. Αφετέρου «εξάγει» θεωρίες που καλούνται να στηρίξουν επιστημονικά κυρίαρχες κοινωνικές πρακτικές. Οι δύο αυτές «κατευθύνσεις» δεν είναι διακριτές μεταξύ τους, καθώς η μία αποτελεί προϋπόθεση και αποτέλεσμα της άλλης: το κοινωνικό αίτημα εισάγεται για να αναπαραχθεί και να επανεξαχθεί σε έναν αέναο κύκλο: τον κλειστό κύκλο της ιδεολογίας.

Αν η βιοποικιλότητα λοιπόν, ως ένας καθολικός νέος ορισμός της φύσης εκφράζει «τί είναι αυτό που πρέπει να διατηρηθεί», η αειφορία δείχνει «γιατί πρέπει να διατηρηθεί».

Το ενδιαφέρον εδώ βρίσκεται στην αντιστοιχία αυτού που πρέπει να διατηρηθεί και της αιτίας που πρέπει να διατηρηθεί, στην αντιστοιχία δηλαδή μεταξύ της φύσης της βιοποικιλότητας και της φύσης της αειφορίας. Κομβικά: μια φύση ομογενοποιημένη – ποσοτικοποιημένη, η φύση της βιοποικιλότητας, επιτρέπει την αναγωγή της σε μια φύση κεφαλαιοποιημένη, τη φύση της αειφορίας. Συνθηματολογικά, μια φύση – αγορά εμφανίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση μιας φύσης – κεφάλαιο.

Η δύναμη του ζεύγους πηγάζει από αυτήν ακριβώς την αλληλεξάρτηση, τον κλειστό – ταυτολογικό, δηλ. ιδεολογικό, χαρακτήρα του. Η συμπληρωματικότητα αυτή προσφέρει την ελάχιστη σχετική συνοχή που οφείλει να διαθέτει ένα ιδεολογικό πεδίο για να λειτουργεί ως τέτοιο. Και αν κρίνουμε από την εμβέλεια, την κυριαρχία και την ασυλία που έχουν εξασφαλίσει αυτές οι έννοιες, το κάνει αποτελεσματικά.

Αν λοιπόν τις αμφισβητούμε, δεν το κάνουμε (μόνο) για λόγους επιστημονικής ακρίβειας. Οφείλουμε να το κάνουμε για να σπάσουμε τις προφάνειες των ιδεολογικών μας παραδοχών, να χαράξουμε διαχωριστικές γραμμές με την κυρίαρχη ιδεολογία, να ανοίγουμε διαρκώς το έδαφος για νέες οπτικές της σχέσης κοινωνίας – φύσης.


[1] Κομβικό σημείο σε αυτή τη διαδικασία η μετεξέλιξη της ποικιλότητας σε βιοποικιλότητα, από τον Wilson κα, το 1986. Για λίγο περισσότερες πληροφορίες και βιβλιογραφία για την πορεία της έννοιας στο http://labourvscapital.wordpress.com/2007/11/09/«αειφορία-για-τη-βιοποικιλότητα»…-γι/

[2] Ενδεικτικά βλ. Ζιζεκ «Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας». Για βιβλιογραφία βλ. σημ. 1

[3] Επιτροπή Brundland, 1987. Περισσότερα στο http://labourvscapital.wordpress.com/category /οικολογία/η-φύση-του-κεφαλαίου/, ειδικά από τ. 20 και μετά.

Σχολιάστε