Οι πυρκαγιές του καλοκαιριού και η ασύμμετρη ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου

Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο της Περιβαλλοντικής Οργάνωσης «Καλλιστώ» το 2007.

Α. Στιγμές μιας μεγάλης οικολογικής κρίσης

Δυο μήνες πέρασαν από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και οφείλουμε πια να συζητήσουμε με νηφαλιότητα για την μεγάλη αυτή κοινωνική και οικολογική καταστροφή, αναζητώντας σε βάθος τις αιτίες που μας οδήγησαν ως εκεί. Και ακόμα περισσότερο, οφείλουμε να σκεφτούμε τα αναγκαία εκείνα μέσα που θα μας βοηθήσουν να μην κάνουμε του χρόνου τέτοιο καιρό τις ίδιες ακριβώς συζητήσεις…

Με τα λόγια των αριθμών

Το καλοκαίρι κάηκαν περισσότερο από 3,5 εκατ. στρέμματα, 2 εκ.στρ. αγροτικών εκτάσεων και 1,5 δασικών (Υπ. Γεωργίας, 2/10), δηλ. το 2,65% (!) της ελληνικής επικράτειας.  ΟΙ απώλειες αυτές αντιστοιχούν σε όσες εκτάσεις είχαν καεί τα τελευταία 9 χρόνια, ανεβάζοντας έτσι τις «επιδόσεις» της τελευταίας δεκαετίας στα 7 εκ. στρέμματα (Υπ. Δημ. Τάξης στη Βουλή, 12/07).

Στις απώλειες συμπεριλαμβάνονται και πάνω από 300.000 στρ. περιοχών του Ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000. Παράλληλα όμως χάθηκαν καλλιέργειες, επίσης πολύτιμες κοινωνικά και οικολογικά: 4,5 εκατ. ελαιόδεντρα, 30.000 στρ. αμπέλια, 30.000 ζώα και 15.000 μελίσσια. Οι ζημιές αυτές, σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες καταστροφές σε εκατοντάδες χωριά, τις τραγικές ανθρώπινες απώλειες, αλλά και την ψυχολογική επίδραση της εικόνας της καταστροφής, απειλούν να επιταχύνουν την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου.

Μια καταστροφή διεθνούς εμβέλειας

Την ίδια περίοδο μεγάλες πυρκαγιές έπλητταν ολόκληρη τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα κράτησε την – διόλου τιμητική – πρωτιά, ακολουθούμενη από την Ιταλία και τη γειτονική Αλβανία, ανεβάζοντας το συνολικό απολογισμό για τις 14 χώρες της περιοχής στα 8 εκ. στρ. Οι πυρκαγιές αυτές εκτιμάται ότι έκαψαν πάνω από 7,3 εκατ. τόνους φυτικής βιομάζας, παράγοντας 12,3 εκατ. τόνους CO2 (Newsletter του European Forest Fire Information System , 8/2007). Και όλα αυτά, όταν ήταν ήδη σαφές από νωρίς ότι θα αντιμετωπίσουμε ένα δύσκολο καλοκαίρι. Μια προειδοποίηση, όμως, που δεν βρήκε κανέναν αποδέκτη…

 

Β. Ανοχύρωτη Ύπαιθρος

Αν η Ρώμη του Φελίνι εμφανίζεται ως «ανοχύρωτη πόλη» απέναντι στην υποβόσκουσα κοινωνική κρίση, η αποδιάρθρωση της ελληνικής επαρχίας προσφέρει ένα ακόμα πιο ανησυχητικό παράδειγμα. Η διάλυση, ή μάλλον η «μετάλλαξη», του κοινωνικού της ιστού υποδεικνύει τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την καταστροφή.

Η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών ερήμωσαν τα περισσότερα χωριά, αδειάζοντας έτσι τα βουνά και τα δάση από τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτά και από αυτά και αποτελούσαν έτσι και την ασπίδα τους. Ακόμα όμως και στα ζωντανά χωριά πολλά σπίτια δεν έχουν μόνιμους κατοίκους να τα προστατέψουν με απλά μέτρα προφύλαξης (καθαριότητα, κλαδέματα, αντιπυρικές ζώνες).

Η σύγχρονη γεωργία «καίει» την ύπαιθρο

Η αλλαγή των παραγωγικών μοντέλων και σχέσεων στην ύπαιθρο δημιούργησε ένα ολότελα διαφορετικό τοπίο. Η κυριαρχία της μηχανοποιημένης και χημικής μονοκαλλιέργειας αφήνει μια γεωργική γη ομοιόμορφη, εύθραυστη, χωρίς φυσικούς φραγμούς που θα περιόριζαν πιθανές καταστροφές. Καθώς το μόνο σταθερό και αξιοπρεπές εισόδημα των αγροτών προέρχεται από τις επιδοτήσεις και όχι από την εργασία τους και την ποιότητα του προϊόντος τους, η γεωργική παραγωγή υποτιμάται και η γεωργική γη υποβαθμίζεται ποιοτικά, ενώ περιορίζονται οι γεωργικές εργασίες που προστατεύουν τα δέντρα και τη γη (κλαδέματα, ξεβοτανιάσματα).

Η εγκατάλειψη παραδοσιακών πρακτικών δασοπονίας, όπως η συλλογή της καύσιμης ύλης που βρίσκεται στον υποόροφο των πευκοδασών αυξάνει την ταχύτητα εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών. Από την άλλη, η συμπίεση του εισοδήματος βασικών παραγωγικών ομάδων της υπαίθρου, όπως οι δασεργάτες, ωθεί πολλές φορές σε υπερεκμεταλλευτικές και παράνομες πρακτικές για την αντικατάσταση του χαμένου εισοδήματος. Παράδειγμα οι υποψίες για εμπρησμούς με στόχο τη ξυλεία, χωρίς αυτό βέβαια να αποτελεί άλλοθι για τις εγκληματικές ευθύνες των όποιων φυσικών αυτουργών, αλλά και όσων επιτρέπουν την εκμετάλλευση της ξυλείας των καμένων δασικών εκτάσεων.

Τουρισμός σε καμένη γη

Οι ανατροπές ολοκληρώνονται με την αλόγιστη τουριστική ανάπτυξη η οποία υποκαθιστά πολλές άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, μετασχηματίζοντας καθολικά το τοπίο σε ένα παθητικό «φόντο». Οι εύθραυστοι παραθαλάσσιοι μεσογειακοί βιότοποι της Μεσογείου γεμίζουν κάθε καλοκαίρι από εκατομμύρια ανθρώπους που κυκλοφορούν παντού χωρίς κανένα όριο, μέτρο φύλαξης και – συνήθως – συνείδηση, αυξάνοντας κατακόρυφα την πιθανότητα ακούσιων εμπρησμών από εστίες, τσιγάρα, σκουπίδια κοκ. Φορτώνουν ακόμα με τόνους απορριμμάτων περιοχές που δεν έχουν τα μέσα να τα διαχειριστούν, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη δημιουργία των τερατωδών χωματερών, βασική αιτία πυρκαγιών. Τέλος, η πίεση για ιδιοποίηση δασικών εκτάσεων με σκοπό την κατασκευή τουριστικών καταλυμάτων και εξοχικών κατοικιών έχει οδηγήσει σε πολλούς και καταστρεπτικούς εμπρησμούς.

Μια γη χωρίς ανθρώπους

Αξίζει όμως να αναζητήσουμε τα συμπτώματα της κοινωνικής αποδιάρθρωσης και πιο βαθειά: η αντικατάσταση για παράδειγμα των κτηνοτρόφων από μισθωτή εργασία, συνήθως μαύρη και κακοπληρωμένη, αφήνει στην ύπαιθρο ανθρώπους περαστικούς, χωρίς κανένα οργανικό δεσμό με τη γη και την εργασία τους, χωρίς τις γνώσεις και την εμπειρία να αποφεύγουν αθέλητους εμπρησμούς. Συνολικά, βλέπουμε πια μια επαρχία ρευστή και γεμάτη αντιθέσεις, ανικανοποίητη και αποδιοργανωμένη, απογυμνωμένη από ανθρώπους και δομές, γεμάτη με πιθανά κίνητρα αλλά χωρίς πια πολλές άμυνες απέναντι σε φυσικές και μη καταστροφές.

 

Γ. Η υποβάθμιση δημόσιων δομών και υπηρεσιών

Εκείνες τις ημέρες ακούγαμε τους κατοίκους να καταγγέλλουν «την απουσία του κράτους». Ακόμα και αν ο πανικός οδηγεί σε υπερβολές, ήταν σαφές ότι η πολιτική και τα μέσα δασοπροστασίας που διαθέτει το ελληνικό κράτος, από τα Σώματα Ασφαλείας ως την Τοπική Αυτοδιοίκηση, αποδείχτηκαν εγκληματικά ανεπαρκή.

Η οργανική ανεπάρκεια της Πυροσβεστικής

Παρά τη δημιουργική λογιστική που κατέληγε ότι έχουμε το μεγαλύτερο στόλο της Ευρώπης, στην πραγματικότητα η Πυροσβεστική διαθέτει πολύ λίγα μέσα για τις ανάγκες μιας μεσογειακής χώρας με σχεδόν 50% δασοκάλυψη. Έχουν ειπωθεί πολλά για την ανεπάρκεια ή την ακαταλληλότητα των εναέριων μέσων τα οποία ακόμα, αντί να αγοραστούν, ενοικιάζονται κάθε έτος με μεγάλο κόστος. Σημαντικότερες όμως είναι οι ελλείψεις σε οχήματα, ειδικά σε αραιοκατοικημένες – αλλά πυκνοδασωμένες – ορεινές περιοχές, (όπως λ.χ. η Βόρεια Πίνδος όπου βρεθήκαμε το καλοκαίρι για να διαπιστώσουμε ότι σε κάθε όχημα αντιστοιχούσε σχεδόν ένα ολόκληρο ορεινό συγκρότημα), αλλά και σε υποστηρικτικές δομές (δεξαμενές, δίκτυα υδροδότησης κα). Από την άλλοι οι εποχικοί πυροσβέστες,  οι άνθρωποι δηλ. που καλούνται κυρίως να αντιμετωπίσουν τις φωτιές και που τόσο τιμήθηκαν από όλους για την αυτοθυσία τους, καλύπτοντας αυτονόητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες, καταδικάζονται σε πολύμηνη ετήσια ανεργία (ενώ στο χρονικό διάστημα αυτό θα μπορούσαν να εκτελούν πολύτιμες προπαρασκευαστικές εργασίες), αμείβονται με ένα μισθό στα όρια του κατώτατου (μεγάλο μέρος του οποίου αναγκάζονται να ξοδεύουν για υπηρεσιακές μετακινήσεις και άλλα έξοδα) και, όπως αποδείχθηκε δυστυχώς από τα πολλά τραγικά θανατηφόρα ατυχήματα του καλοκαιριού, διαθέτουν ελλιπέστατο εξοπλισμό. Συμπεριφορά που προφανώς δεν συμβάλλει στην αποτελεσματικότητά τους.

Η απουσία της Δασικής Υπηρεσίας

Η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης μεταφέρθηκε στην Πυροσβεστική από τη Δασική Υπηρεσία εδώ και 7 χρόνια με στόχο τον καλύτερο συντονισμό, αλλά  η Πυροσβεστική, μαθημένη στις αστικές πυρκαγιές, δεν απέκτησε ποτέ τις αναγκαίες γνώσεις και κουλτούρα δασοπυρόσβεσης, υποτιμώντας βασικές μεθόδους δασοπυρόσβεσης (ζώνες, αντιπυρ κοκ) ή αγνοώντας την ακριβή γεωγραφία των βουνών, γνώση που αποτελούσε τη βασική δύναμη της Δασικής Υπηρεσίας. Η τελευταία, κυρίως ελλείψει πόρων, αποσύρεται όλο και περισσότερο από τα βουνά, ειδικά όσο αφορά καθήκοντα φύλαξης.

Χωρίς πρόληψη, χωρίς συντονισμό

Είναι κοινός τόπος ότι αν μια πυρκαγιά γίνει αντιληπτή και αντιμετωπιστεί την πρώτη ώρα από την εκδήλωσή της, υπάρχουν πάρα πολλές πιθανότητες να αντιμετωπιστεί χωρίς μεγάλο κόστος και κόπο. Συστηματική όμως επόπτευση και πρόληψη των πυρκαγιών είναι αδύνατο να γίνει με τα διαθέσιμα επίγεια μέσα και ανθρώπους, ενώ καμιά νέα τεχνολογία ηλεκτρονικής επόπτευσης δεν έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλη κλίμακα.

Όλα αυτά ως ένα βαθμό θα μπορούσαν να αμβλυνθούν με την ενεργό συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία όμως, ακόμα όμως και όταν διαθέτει την ικανότητα και τη βούληση, στερείται επίσης των αναγκαίων πόρων.  Το όλο πρόβλημα επιδεινώνεται από τη σαφή έλλειψη συντονισμού όλων των εμπλεκόμενων φορέων υπό την ομπρέλα της Πυροσβεστικής, καθώς ένα παραδοσιακό Σώμα Ασφαλείας αδυνατεί να έρθει σε μια σχέση ανοιχτής συνεργασίας. Κλασικό παράδειγμα η αδυναμία αποτελεσματικής αξιοποίησης της προσφερόμενης εθελοντικής συμμετοχής των πολιτών που κατέληξε στον τραγέλαφο να εκδιώκονται οι εθελοντές στην Πάρνηθα με τη βοήθεια των ΜΑΤ για να καλούνται με επίσημη έκκληση της Πυροσβεστικής δύο μήνες μετά στην Πελοπόννησο!

Ευθύνες και επιλογές

Η έλλειψη συντονισμού μας οδηγεί και στις ευθύνες της κεντρικής διοίκησης, των αρμόδιων Υπουργείων και του κυβέρνησης, που παρά τις ξεκάθαρες προειδοποιήσεις που είχε ήδη από το χειμώνα, άρχισε να παίρνει ουσιαστικά έκτακτα μέτρα μόνο μετά την κορύφωση και της τελευταίας φάσης της καταστροφής. Ο αλληλοδανεισμός εναέριων μέσων με άλλες χώρες, ο συντονισμός των υπηρεσιών, η χρησιμοποίηση των διαθέσιμων υποδομών του Στρατού και άλλων υπηρεσιών θα πρέπει να θεωρούνται αυτονόητες προϋποθέσεις και όχι ύστατες λύσεις. Αλλά μάλλον όλα αυτά αποτελούν ακόμα μακρινά σχέδια για το μοναδικό κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν διαθέτει Εθνικό Κτηματολόγιο και Δασολόγιο.

Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις εδώ και 15 χρόνια έχουν καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για τη δασοπροστασία, μεταξύ των οποίων και η σύσταση Ενιαίου Φορέα Δασοπροστασίας με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων, την ανανέωση της τακτικής αντιμετώπισης με έμφαση στην επόπτευση και την άμεση προσβολή και την αξιοποίηση της εθελοντικής προσφοράς.

 

Δ. Από την κλιματική αλλαγή στην αλλαγή του Άρθρου 24

Σε τέτοιες συνθήκες, μια «κακή χρονιά», όπως μια χρονιά με πολύ ζέστη, ξηρασία και εμπρησμούς, αρκεί για να οδηγήσει στις μεγαλύτερες καταστροφές. Και φέτος η χρονιά ήταν πραγματικά κακή.

Ο προηγούμενος χειμώνας σχεδόν… αναβλήθηκε, αφήνοντας τα βουνά χωρίς χιόνια και νερά: η ξηρασία ήταν τέτοια που είδαμε τις οξιές να κοκκινίζουν τον Δεκαπενταύγουστο πάνω στη Βόρεια Πίνδο! Καθώς συνδυάστηκε με τα επάλληλα κύματα ακραίου καύσωνα του Ιουλίου άφησε πίσω άφθονη ξερή καύσιμη ύλη που λειτουργούσε ως πυριτιδαποθήκη.

Να λοιπόν που οι κλιματικές αλλαγές δεν απειλούν γενικά το μέλλον, αλλά διαμορφώνουν ήδη τις συνθήκες διαβίωσης εδώ και τώρα. Μια διαπίστωση που θα έπρεπε να τονίζει την ευθύνη μας να επιβάλλουμε μεγάλες αλλαγές στα παραγωγικά μοντέλα, μειώνοντας άμεσα τις εκπομπές ρύπων. Αντί για αυτό όμως, φαίνεται ότι λειτούργησε περισσότερο ως άλλοθι, για να αποδοθούν οι πυρκαγιές σε «ακραία καιρικά φαινόμενα» και σε παγκόσμιους ανεξέλεγκτους παράγοντες για να ξεχάσουμε τελικά τις απτές και συγκεκριμένες ευθύνες. Οι κλιματικές αλλαγές δεν θα οδηγούσαν αυτόματα σε τέτοιας κλίμακας πυρκαγιές, αν διαθέταμε τα στοιχειώδη μέσα άμυνας, αν ρίχναμε το βάρος στην αποκέντρωση και την αναζωογόνηση της υπαίθρου και αν η κεντρική διοίκηση απότρεπε, αντί να ενθαρρύνει, ακούσιους και εκούσιους εμπρησμούς.

Η εμπρηστική Συνταγματική Αναθεώρηση

Μπορεί λοιπόν να μην χρειαζόταν «οργανωμένο σχέδιο εμπρηστών», ούτε πολύ περισσότερο «διεθνείς συνωμοσίες» και «ασύμμετρες τρομοκρατικές επιθέσεις», για να καεί η μισή Πελοπόννησος, όπως προσπαθούσε να πείσει η παραφιλολογία των ημερών για να μεταθέσει τις ουσιαστικές ευθύνες.  Σε πολλές όμως περιπτώσεις φαίνεται ότι φέτος τα συμφέροντα των διαφόρων επίδοξων καταπατητών βρήκαν πεδίο δόξης λαμπρό.

Το «σήμα» δόθηκε μέσα από το ίδιο το Κοινοβούλιο, με την πρόταση της Αναθεώρησης του Άρθρου 24 του Συντάγματος, που αφορά την προστασία της φύσης. Η πρόταση αναθεώρησης διακηρύσσει σαφώς ότι «…το άρθρο 24 σε συνδυασμό με το άρθρο 117 (…) είχε οδηγηθεί (…) σε ανελαστικές παραδοχές σε ό,τι αφορά τις δασικές εκτάσεις, που παραγνώριζαν πραγματικές καταστάσεις διαμορφωμένες εδώ και δεκαετίες, μην εξυπηρετώντας πάντοτε το δημόσιο συμφέρον με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και καταλήγοντας συχνά σε ανεπιεικείς λύσεις.» Σημειώνεται ότι το Α. 117 είναι αυτό που ορίζει τον υποχρεωτικό χαρακτηρισμό ως αναδασωτέων των καμένων δασικών εκτάσεων. Είναι εξαιρετικά σαφές ότι οι «πραγματικές διαμορφωμένες καταστάσεις» αναφέρονται σε προηγούμενους εμπρησμούς και καταπατήσεις και ότι η πρόταση αυτή, με το να δίνει άφεση αμαρτιών, ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο για νέες «διαμορφωμένες καταστάσεις», ανοίγοντας έτσι και την όρεξη των οικοπεδοφάγων εμπρηστών. Οι τελευταίοι φαίνεται ότι ανταποκρίθηκαν άμεσα, τουλάχιστον στις περιπτώσεις των πυρκαγιών στους τρεις ορεινούς όγκους της Αττικής. Όλοι άλλωστε γνωρίζουν τα σημαντικότατα συμφέροντα που έχουν εκεί μεγάλοι Οικοδομικοί Συνεταιρισμοί.

Η άμεση αντίδραση των περιβαλλοντικών οργανώσεων στην προτεινόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση μήνες πριν τις φωτιές του καλοκαιριού, θα έπρεπε να ληφθεί λοιπόν ως μια ακόμα προειδοποίηση για αυτά που θα ακολουθούσαν. Μια προειδοποίηση που δυστυχώς ξεπεράστηκε από την πραγματικότητα…

Σχολιάστε