Εισήγηση σε εκδήλωση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, με τίτλο «Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα. Η κοινωνική και λαϊκή αυτοοργάνωση, η κρίση, η κυβέρνηση της αριστεράς και το ζήτημα της εξουσίας«, στη Θεσσαλονίκη στις 11 Μαρτίου 2014
Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα
Τη σημερινή εκδήλωση τη συζητάμε στο Δίκτυο εδώ και περίπου 3 μήνες – και πιστέψτε μας όσοι δεν μας ξέρετε από πολύ κοντά, μία τόση ενδελεχής προετοιμασία για μία συζήτηση δεν είναι στις συνήθεις προτεραιότητές μας. Είχαμε όμως την εξής δυσκολία.
Συνήθως, προσπαθούμε να αποφεύγουμε τις πολύ γενικόλογες –και άρα αναγκαστικά απλουστευτικές- συζητήσεις του τύπου «τι να κάνουμε» και προτιμάμε τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» σε κάθε πεδίο κοινωνικής πάλης, κάθε στιγμή.
Όμως, στις συνθήκες μίας τέτοιας κρίσης όπου όλα τα ενδεχόμενα, από τα χειρότερα μέχρι τα καλύτερα, φαίνονται πολύ πιο πιθανά, νιώθουμε την ανάγκη να κουβεντιάσουμε, μαζί με τους ανθρώπους που δουλεύουμε μαζί, την ιδιαίτερη πολιτική συγκυρία, τα μεγάλα ερωτήματα της περιόδου, με μία φράση τι πρέπει να κάνουμε.
Το θέμα μας λοιπόν είναι πολύ σχηματικά: ποιος είναι ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων σήμερα, απέναντι σε μία οξεία πολιτική κρίση και αύριο, απέναντι σε μία πιθανή κυβέρνηση της αριστέρας; Ποιες δομές κοινωνικής και λαϊκής αυτοοργάνωσης μπορούν να θέσουν θέμα κοινωνικού ελέγχου; Τι πρέπει να κάνουμε σήμερα, για να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τέτοιες προκλήσεις αύριο;
Θα προσπαθήσω να αναλύσω το θέμα της σημερινής κουβέντας μέσα βασικά από μία σειρά ερωτημάτων και θα πω και εγώ κάποια πράγματα για αυτά, όπως περίπου τα κουβεντιάσαμε στο Δίκτυο της Θεσσαλονίκης.
Η κατάσταση…
– Η οικονομική κρίση και ακόμα περισσότερο η τεράστια επίθεση που δέχθηκε η εργατική τάξη και ολόκληρη η κοινωνία (για την υπέρβασή ακριβώς της κρίσης), μέσα από την απότομη συμπίεση του άμεσου και του έμμεσου/κοινωνικού μισθού, δημιούργησε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα μία πρωτόγνωρη κοινωνική και πολιτική συγκυρία.
– Για πρώτη φορά εδώ και καιρό σε χώρα του δυτικού, αναπτυγμένου καπιταλισμού, παρουσιάζονται ισχυρές ρωγμές στην πολιτική κυριαρχία του αστικού μπλοκ εξουσίας. Μεγάλα κοινωνικά στρώματα εργαζομένων και ανέργων, ακόμα και μικροαστών, διαρρηγνύουν τις σχέσεις εκπροσώπησης/εξάρτησης που είχαν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες με τα δύο κόμματα εξουσίας, τα οποία φαίνονται πια ανίκανα να διαχειριστούν τόσο την οικονομική, όσο και την πολιτική κρίση.
– Που θα οδηγήσει αυτή η κρίση, αν συνεχιστεί και ενταθεί, κανείς δεν μπορεί να το προκαταβάλλει. Φαίνεται ότι για πρώτη φορά όλα σχεδόν τα ενδεχόμενα, ευχάριστα και δυσάρεστα, Το πιο άμεσο και ορατό από αυτά, είναι ο σχηματισμός σε πρώτη φάση μίας αριστερής κυβέρνησης υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, ή έστω μίας ευρύτερης αντιμνημονιακής κυβερνητικής συμμαχίας με αριστερό πρόσημο.
– Το τι πρέπει να κάνει μία τέτοια κυβέρνηση (από τη δική μας σκοπιά πάντα, τη σκοπιά των εκμεταλλευομένων, των φτωχών ή των κινημάτων), αν και πώς θα αντιμετωπίσει τη φτώχεια και την ανεργία, αν και πώς θα φορολογήσει τον πλούτο και θα εξασφαλίσει την αύξηση του μισθού, αν και πώς θα ανασυγκροτήσει το κοινωνικό κράτος, αν και πώς υπερασπιστεί τα δικαιώματα κοκ, είναι μία πολύ μεγάλη και σημαντική συζήτηση. Δεν θέλουμε να είναι όμως σήμερα το βασικό μας θέμα. Κρατάμε μόνο δύο σχετικές παρατηρήσεις.
– Πρώτο, μία τέτοια κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει πολλαπλές και ισχυρότατες πιέσεις από τις δυο (ή μάλλον τις πολύ περισσότερες) πλευρές του κοινωνικού ανταγωνισμού: από τη μία πλευρά από το κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους, τους μηχανισμούς της Ε.Ε., τους «δανειστές» κοκ, και από την άλλη πλευρά από το εργατικό και τα άλλα κοινωνικά κινήματα. Η στάση που θα κρατήσει θα εξαρτηθεί σε καθοριστικό βαθμό από το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις παραπάνω αντίθετες ταξικές δυνάμεις (όπως άλλωστε πάντα).
– Δεύτερο, η κατάληξη αυτής της μάχης θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις στο πεδίο της οικονομίας· από τη δυνατότητα δηλαδή της κυβέρνησης να αποκαταστήσει μέρος του εργατικού μισθού εις βάρος της καπιταλιστικής κερδοφορίας, από την αποτελεσματικότητά της στη φορολόγηση του κεφαλαίου ή ακόμα έστω στην αντιμετώπιση της κρίσης επιβίωσης που αντιμετωπίζουν ευρεία στρώματα. Ακόμα και αυτό όμως, οι εξελίξεις στο πεδίο της οικονομίας, θα κριθούν πάλι από τον ευρύτερο κοινωνικό ανταγωνισμό, ακόμα και σε διεθνή επίπεδο.
– Το θέμα μας ωστόσο, όπως είπαμε, δεν είναι το τι θα κάνει ή το τι πρέπει να κάνει μία κυβέρνηση της αριστεράς, αλλά το τι πρέπει να κάνει η κοινωνία και τα κινήματα. Όταν λέμε κοινωνικά κινήματα εννοούμε όλες τις αυθόρμητες ή οργανωμένες μορφές εμφάνισης του κοινωνικού ανταγωνισμού· από το εργατικό κίνημα με τα συνδικάτα του ως τις συνελεύσεις γειτονιάς και τα στέκια και από τους φοιτητικούς συλλόγους και το εκπαιδευτικό κίνημα ως τη Χαλκιδική και τις δομές αλληλεγγύης. Σε αυτό το πεδίο δεν πρέπει να υπάρχει καμία υποτίμηση, αλλά και κανένας φετιχισμός, των «μικρών και συγκεκριμένων» έναντι των «μεγάλων».
– Ας κρατήσουμε λοιπόν ως βασική υπόθεση εργασίας το «καλό σενάριο»· μία κυβέρνηση που προχωρά τα πράγματα περίπου όπως τα περιμένουμε σήμερα (σε λογικά πάντα πλαίσια) και έρχεται σε σύγκρουση με την κυρίαρχη, αστική τάξη. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποτελεί το κατ’ εξοχήν παράδειγμα πολιτικής κρίσης για μία αστική δημοκρατία: σχηματικά, η αριστερά στην κυβέρνηση και η δεξιά στην εξουσία, αφού θα συνεχίσει να ελέγχει τους κρατικούς μηχανισμούς, τη δικαιοσύνη, την αστυνομία και φυσικά την ίδια την παραγωγή.
– Αν πάλι μία τέτοια κυβέρνηση ηττηθεί και καταρρεύσει, η πολιτική κρίση θα παραμένει, αφού η κοινωνική πλειοψηφία που τη στήριξε θα μείνει χωρίς πολιτική εκπροσώπηση.
– Δεν είναι επίσης καθόλου απίθανο να βρεθούμε σε μία κατάσταση πολιτικού αδιεξόδου (από αυτά που υποτίθεται δεν έχει η αστική δημοκρατία), όπου κανένα κόμμα ή συνασπισμός δεν θα έχει τη δυνατότητα να κυβερνήσει. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και στις επόμενες εκλογές ή ακόμα μετά από μία αριστερή διακυβέρνηση, η οποία θα χτυπηθεί ανελέητα μέχρι πτώσης.
– Τα ενδεχόμενα είπαμε είναι πολλά, αλλά όλα αποτελούν λίγο-πολύ ειδικές περιπτώσεις μίας γενικής συνθήκης: της κρίσης του αστικού μπλοκ εξουσίας και ειδικότερα της δυνατότητας του για πολιτική διαχείριση.
Τα καθήκοντα…
– Μπροστά σε αυτή τη νέα κατάσταση, τα κοινωνικά κινήματα αναζητούν αντικειμενικά νέους ρόλους. Μέχρι σήμερα, αντικειμενικά ο ρόλος των κινημάτων (αυτών τουλάχιστον που μας ενδιαφέρουν εδώ) ήταν να παρεμβαίνουν σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική αντίθεση (την ταξική, την έμφυλη, τη φυλετική, την πάλη για τον έλεγχο των κοινών αγαθών κοκ), υπερασπιζόμενα τη θέση των κυριαρχούμενων τάξεων ή στρωμάτων (των εργατών, των γυναικών, των μεταναστών, των χαλκιδικιωτών κοκ). Απέναντί τους είχαν αντίστοιχα ένα συνεκτικό αστικό μπλοκ, υπό το συντονισμό των εκάστοτε κυβερνήσεων. Είναι λοιπόν σαφές ότι σε μία περίπτωση όξυνσης της κρίσης, οι όροι του παιχνιδιού θα αλλάξουν άρδην. Ας δούμε μερικές παραμέτρους αυτής της ανατροπής.
– Α. Θα πρέπει, για παράδειγμα, να επαναπροσδιοριστεί το πώς θα πολιτεύεται το κάθε κοινωνικό κίνημα απέναντι σε μία πιθανή αριστερή κυβέρνηση· τι και πώς διεκδικεί, τι και πώς ανέχεται, τι είδους σχέσεις πρέπει να έχει ή να μην έχει μαζί της, πώς εξασφαλίζει την αυτονομία του απέναντι στη νέα κυβερνητική εξουσία, με την οποία θα το συνδέουν όχι αμελητέοι δεσμοί.
Ας πάρουμε το οικείο παράδειγμα του μεταναστευτικού και αντιρατσιστικού κινήματος κι ας σκεφτούμε τις βασικές μας διεκδικήσεις: νομιμοποίηση, ιθαγένεια, κατάργηση των στρατοπέδων και γενικότερα του πολέμου ενάντια στους πρόσφυγες, άνοιγμα των συνόρων για αυτούς που θέλουν να φύγουν.
Πιστεύω ότι αυτές οι διεκδικήσεις δεν μπορούν να μπουν υπό διαπραγμάτευση: δεν μπορούμε πχ να μπούμε στην κουβέντα «πόσοι χωράνε».
Από την άλλη, τη Δευτέρα που θα έχουμε αριστερή κυβέρνηση θα συνεχίσουν να υπάρχουν σύνορα και να φυλάσσονται, αστυνομία (με την πολύ συγκεκριμένη σύνθεση), θα συνεχίσουν να μην έχουν χαρτιά οι μετανάστες κοκ. Όλα αυτά δεν μπορούν να λυθούν νομοθετικά με μία κίνηση (ένα νόμο, ένα άρθρο). Θα αποτελούν λοιπόν επίδικα σε μία νέου τύπου διεκδίκηση του κινήματος απέναντι στην κυβέρνηση. Μπορεί να μην δώσει άμεσα χαρτιά σε όλους, αλλά πρέπει να σταματήσει τις διώξεις και τις απελάσεις. Μπορεί να μην καταργήσει τον έλεγχο στα σύνορα, αλλά θα πρέπει να ξηλώσει τα ναρκοπέδια, να σταματήσει τη Frontex και να κλείσει –προφανώς- τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (για αυτό έχει σήμερα για παράδειγμα μεγάλη σημασία η συμμετοχή του συριζα στη σχετική καμπάνια).
Όπως είπαμε όμως δεν μας απασχολεί τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση, αλλά τι πρέπει να κάνουμε εμείς για αυτό. Η επόμενη κινητοποίηση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης θα έχει στόχο να το ανοίξει. Το επόμενο no-border να περάσει πρόσφυγες στην Ιταλία. Με αυτές τις κινήσεις, το κίνημα δεν θα μένει μόνο πιστό στα προτάγματά του, αλλά στην πραγματικότητα θα δίνει πρακτικές λύσεις και θα στηρίζει έτσι το πρόγραμμα της αριστεράς, όπως τουλάχιστον το ξέρουμε σήμερα.
Η κυβέρνηση της αριστεράς θα δεχθεί τεράστιες πιέσεις από την κοινωνική και πολιτική δεξιά στο θέμα της «ασφάλειας», των δικαιωμάτων κοκ – ίσως μάλιστα να αποτελέσει και το θέμα αιχμής της πιο μάχιμης πλευράς της δεξιάς ή ακόμα της φασιστικής αντιπολίτευσης. Για να αντέξει, οι πιέσεις αυτές θα πρέπει να εξισορροπηθούν από την πλευρά του αντιρατσιστικού και μεταναστευτικού κινήματος.
Για να γίνει όμως αυτό, για να έχουμε δηλαδή ένα σχήμα αμφίπλευρης πίεσης, θα πρέπει το αντιρατσιστικό – μεταναστευτικό κίνημα να έχει διατηρήσει την πολιτική και οργανωτική του αυτονομία. Αν ταυτίζεται με την κυβέρνηση, ή δεν θα μπορεί να κάνει αντιπολίτευση και να διεκδικεί, ή οι όποιες διεκδικήσεις του δεν θα ξεχωρίζουν από τις κυβερνητικές θέσεις, οπότε κοινωνικά θα μείνει μόνη της η δεξιά αντιπολίτευση.
Πιστεύω τέλος ότι για να καταφέρουμε να έχουμε αύριο την τόσο πολύτιμη αυτονομία μας ως κίνημα –σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, όπου το μεταναστευτικό δεν θα είναι και η πρώτη προτεραιότητα για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας- θα πρέπει να την εξασφαλίσουμε από σήμερα, διατηρώντας, στηρίζοντας και ενισχύοντας τις όποιες υπαρκτές αυτόνομες δομές του αντιρατσιστικού κινήματος υπάρχουν, για να μπορούν αυτές να έχουν συνέχεια, συνέπεια, γνώση, αποτελεσματικότητα κοκ.
Αντίστοιχο σχήμα θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε για κάθε άλλο κοινωνικό κίνημα.
– Ανεξάρτητα όμως από τη στάση της ίδιας της κυβέρνησης ή του κινήματος απέναντί της, σε μία συνθήκη πολιτικής κρίσης ή αριστερής κυβέρνησης, είναι αναμενόμενο να οξυνθεί ακόμα περισσότερο η ταξική πάλη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός καθ’ εαυτός, όχι δηλαδή μόνο στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής, αλλά σε αυτό της παραγωγής, του δρόμου, της γειτονιάς κοκ. Υποθέτουμε για παράδειγμα σήμερα ότι η κοινωνία, οι εργαζόμενοι, ακόμα και το μεγάλο κομμάτι εξ αυτών που είχε κινητοποιηθεί τα πρώτα χρόνια του μνημονίου, βρίσκονται σε μία κατάσταση αναμονής. Απογοητευμένοι από τα αποτελέσματα των μεγάλων κινητοποιήσεων, πολλοί από αυτούς έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε μία ερχόμενη πολιτική ανατροπή. Υποθέτουμε έτσι επίσης ότι όταν η πολιτική κατάσταση αλλάξει, θα είναι σαν να σηκώνουμε το καπάκι της χύτρας και η αγανάκτηση που σιγοβράζει θα ξεχυθεί ξανά στους δρόμους.
Ένα σχόλιο: πιστεύω και εγώ ότι η περιγραφή αυτή αντιστοιχεί πραγματικά σε αυτό που έχει στο μυαλό του πολύς κόσμος κι ένα μεγάλο κομμάτι της «κοινωνικής αριστέρας». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει και δίκιο. Πολύ σχηματικά, ήταν οι μεγάλες κινητοποιήσεις των πρώτων χρόνων των μνημονιών αυτές που έκαψαν τόσες συστημικές εφεδρείες, αποσταθεροποίησαν το πολιτικό σύστημα και κάνανε εφικτή σήμερα μία πολιτική αλλαγή. Ακόμα περισσότερο, ήταν ο συνεχής κοινωνικός ανταγωνισμός αυτός που ακόμα και υπόγεια, στρεβλά ή αντιφατικά αποσταθεροποιούσε τόσα χρόνια την καπιταλιστική ανάπτυξη και ευθύνεται για την οικονομική κρίση και κατ’ επέκταση για τις όποιες πολιτικές ανατροπές. Αν λοιπόν σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί η πολιτική, δικός μας καθήκον παραμένει, πιστεύω να υπενθυμίζουμε ότι ακόμα κι αν δεν το βλέπουμε στην επιφάνεια, είναι η ταξική πάλη αυτή που πάντα έρχεται πρώτη. Με άλλα λόγια, να κάνουμε –ίσως καλύτερα, ίσως περισσότερο- αλλά πάντως αυτό που ήδη κάνουμε.
– Επιστρέφουμε όμως στο αύριο. Λέγαμε λοιπόν ότι σε μία συνθήκη πολιτικής κρίσης ή αριστερής κυβέρνησης, είναι απολύτως αναμενόμενο να οξυνθεί ακόμα περισσότερο η ταξική πάλη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Αυτό όμως αφορά και τις δύο πλευρές. Είναι τουλάχιστον βέβαιο ότι η απέναντι πλευρά θα οξύνει τις επιθέσεις της. Πολύ σχηματικά πάλι, όσο η αστική τάξη, η αστική ιδεολογία, το αστικό κράτος παραμένει ηγεμονικό, τείνει να αποκρύπτει τον ταξικό του χαρακτήρα, να σκεπάζει τον ταξικό πόλεμο κάτω από τον μανδύα της κοινωνικής συνοχής ή της εθνικής ενότητας. Όταν όμως η ηγεμονία αυτή διαρρηγνύεται, τόσο τα πράγματα λέγονται με το όνομα τους – ήδη για παράδειγμα βλέπουμε για πρώτη φορά αστούς πολιτικούς να αναφέρονται ρητά και να υπερασπίζονται το αστικό καθεστώς.
Ήδη επίσης βλέπουμε μηχανισμούς του αστικού κράτους και παρακράτους να αυτονομούνται, αναλαμβάνοντας την αντιμετώπιση της κοινωνικής απειλής και του εχθρού – λαού (σημαντικός εδώ ο ρόλος των φασιστικών οργανώσεων). Μπορούμε να φανταστούμε πόσο επικίνδυνη θα είναι αυτή η αυτονόμηση αύριο, όταν οι μηχανισμοί αυτοί θα προσπαθούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο μίας τουλάχιστον μη-φιλικής προς αυτούς κυβέρνησης. Πώς λοιπόν τα κοινωνικά κινήματα θα υπερασπίσουν τον εαυτό τους απέναντι σε αυτούς; Φαντάζομαι κατ’ αρχάς με τα ήδη γνωστά μέσα: πρώτο, εξασφάλιση μίας κοινωνικής υγειονομικής ζώνης αναγνώρισης, υποστήριξης και κάλυψης. Δεύτερο, με την κατάλληλη οργανωτική και υλική υποδομή. Τρίτο, και εκατό φορές σημαντικότερο, με τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Η υποστήριξη για παράδειγμα που δέχεται σήμερα η Χαλκιδική απέναντι στους μηχανισμούς της Έλντοραντο είναι ένα πολύτιμο σχολείο για το τι θα κληθούμε να κάνουμε σε ευρύτερη κλίμακα.
Σε αυτή την όξυνση όμως του ανταγωνισμού, η στάση των κινημάτων δεν θα είναι υποχρεωτικά μόνο αμυντική. Μπορούν ίσως να εκμεταλλευτούν την διεύρυνση της ελευθερίας δράσης που πιθανώς θα απολαμβάνουν απέναντι σε μία φιλική κυβέρνηση, ώστε να διεκδικήσουν απ’ ευθείας κοινωνικό έλεγχο απέναντι σε κάθε μηχανισμό του αστικού κράτους, κατασταλτικό ή ιδεολογικό.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το στρατό, τον πιο απομονωμένο και σκληρό θύλακα του αστικού κράτους, ο οποίος αντιλαμβάνεται και ανταποκρίνεται στις κοινωνικές αλλαγές πιο δύσκολα κι από την αστυνομία. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνει μία κυβέρνηση της αριστεράς με το στρατό, πέρα από το να αναγνωρίσει το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης. Ξέρω όμως ότι –στο βαθμό που δεν τον καταργήσει τη Δευτέρα το πρωί- θα πρέπει να αναπτυχθούν εντός του στρατού δομές κοινωνικού ελέγχου που θα αμφισβητούν στην πράξη την ασυδοσία των καραβανάδων. Οι ηρωικές σήμερα μικροαπόπειρες όπως ο Σπάρτακος πρέπει να βρουν αύριο ευρεία στήριξη, αν θέλουμε να μην φοβόμαστε τι θα βγει κάποιο πρωί από τις κλειστές πόρτες των στρατοπέδων.
Ο στρατός βέβαια έχει κάποιου είδους –υποχρεωτική και απεχθή- λαϊκή συμμετοχή, οπότε μπορούμε να φανταστούμε πώς ασκείται εκεί ο κοινωνικός έλεγχος. Δεν είναι το ίδιο εύκολο το παράδειγμα της αστυνομίας ή της δικαιοσύνης. Αν δεν μπορούμε να βάλουμε πολιτικό επίτροπο σε κάθε αστυνομικό τμήμα, θα πρέπει τουλάχιστον να μπαινοβγαίνουμε σε αυτά –εθελοντικά εννοώ- πολύ συχνά για να ασκήσουμε ένα στοιχειώδη κοινωνικό έλεγχο.
Το θέμα του κοινωνικού ελέγχου δεν αφορά βέβαια μόνο την άμυνα της κοινωνίας απέναντι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Το γενικό ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: πώς θα συγκροτήσουν τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα εκείνες τις αναγκαίες δομές κοινωνικής/λαϊκής αυτοοργάνωσης που θα ελέγχουν κάθε διαδικασία της κοινωνικής ζωής και θα θέτουν τις βάσεις όχι πια μίας αριστερής κυβέρνησης, αλλά μίας διαφορετικής (δυαδικής ας πούμε) εξουσίας στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα: στους χώρους εργασίας, στην εκπαίδευση, την τοπική αυτοδιοίκηση κοκ. Το ερώτημα αυτό είναι το κεντρικό όχι μόνο στη σημερινή κουβέντα αλλά συνολικά.
Ένα παράδειγμα πάλι: ποιος θα αποφασίζει για τα πανεπιστήμια; Σε μία προηγούμενη φάση, το φοιτητικό κίνημα είχε επιβάλλει ένα πολύ σημαντικό βαθμό κοινωνικού ελέγχου, ο οποίος είχε αποτρέψει τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις για πολλά χρόνια. Ο κοινωνικός αυτός έλεγχος είχε μάλιστα ενσωματωθεί και στον ίδιο τον πυρήνα της διοίκησης των πανεπιστημίων, αυτών των κατ’ εξοχής μηχανισμών του κράτους, μέσα από την –αμφιλεγόμενη αλλά υπαρκτή- συνδιοίκηση. Σήμερα, οι παλιότερες μορφές ελέγχου ηττήθηκαν, μέσα από την κατάργηση της συνδιοίκησης, την κατάργηση της ίδιας της διοικητικής αυτοτέλειας, της Συγκλήτου και των πρυτανικών αρχών και κυρίως την υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος και των δομών του, δηλαδή των Συλλόγων.
Αντίστοιχα είναι τα παραδείγματα για το χώρο των εκπαιδευτικών.
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: ποιος θέλουμε εμείς να αποφασίζει αύριο για την εκπαίδευση; Ο Υπουργός Παιδείας; Ο τομέας εκπαίδευσης; Τα συνδικάτα και οι σύλλογοι, με όλες τις γραφειοκρατικές τους παραμορφώσεις; Ή κάποιες νέες δομές που δεν ξέρουμε ακόμα; Το ευκταίο είναι νομίζω να αποκτήσουμε εκείνες τις δομές, μέσα και από την τωρινή πείρα, που θα προσπαθούν να συμπυκνώνουν όλες τις ιδιαίτερες κοινωνικές διεκδικήσεις: λόγο για την εκπαίδευση θα πρέπει να έχουν κι οι εργαζόμενοι σε αυτοί και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι και η γειτονιά και η πόλη κοκ. Αυτό όμως δεν μπορεί να πετύχει χωρίς την ενεργό και κυρίαρχη συμμετοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων, δηλαδή των δομών αυτοοργάνωσης των ίδιων των συμμετεχόντων, των συλλόγων και των σωματείων. Και από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, το καθήκον μας και σήμερα δεν είναι άλλο από το να τους στηρίζουμε, να τους ζωντανεύουμε ή ακόμα και απλά να τους συντηρούμε, όσο κουραστικό ή αναποτελεσματικό φαίνεται.
Σε άλλες ωστόσο σφαίρες της κοινωνικής ζωής, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Παράδειγμα η αυτοδιοίκηση. Παλιότερα, η αριστερά αντιλαμβανόταν την ίδια την τοπική αυτοδιοίκηση ως κίνημα, ως ένα προνομιακό χώρο όπου είναι εφικτή, κάτω φυσικά από συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις, η λαϊκή αυτοοργάνωση. Μετά τον Καποδίστρια και τον Καλλικράτη, η δυνατότητα αυτή έχει περιοριστεί τραγικά. Κανένα χωριό δεν μπορεί να αντιληφθεί τον καλλικρατικό του δήμο ή περιφέρεια ως αυτοδιοίκηση. Οι όποιες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης, ειδικά στην επαρχία, τείνουν να φεύγουν από το πλαίσιο της τυπικής αυτοδιοίκησης και να ανασυγκροτούν την κοινότητα στο πραγματικό επίπεδο του χωριού. Θα μπορούσαν τέτοιες δομές, ή συνελεύσεις γειτονιών στην πόλη, να αμφισβητήσουν το μονοπώλιο της πλαστής αυτοδιοίκησης και να διεκδικήσουν μέρος της εξουσίας; Τι θα μπορούσε να κάνει προς αυτή την κατεύθυνση ένας αριστερός δήμος ή μία αριστερή κυβέρνηση.
– Τέλος, ο κοινωνικός έλεγχος που φανταζόμαστε και επιδιώκουμε, δεν μπορεί παρά να φτάνει στο σκληρό πυρήνα της αστικής κοινωνίας, στην παραγωγή, να θέτει δηλαδή θέμα ελέγχου της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, τόσο όσο αφορά το υλικό της περιεχόμενο, όσο και την κερδοφορία.
Ο έλεγχος αυτός φτάνει μέχρι το σημείο να θίξει τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Και εδώ φτάνουμε στην καρδιά της ταξικής σύγκρουσης. Μπορεί σήμερα το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ να είναι μηδαμινής οικονομικής σημασίας, αλλά η εμβέλεια του εγχειρήματος υποδεικνύει ότι αυτός, η επαναλειτουργία των κλειστών επιχειρήσεων κάτω από εργατικό έλεγχο, θα είναι ίσως αύριο ο πιο σύντομος δρόμος για να ανοίξει το ζήτημα της ιδιοκτησίας.
Για να μην επαναλαμβάνομαι, πιστεύω ότι η δυνατότητα της εργατικής τάξης να ανοίξει τέτοιο θέμα αύριο, όπως κι η δυνατότητά της να παλεύει σήμερα, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά της να αυτοοργανώνεται, δηλαδή από το μέγεθος, την εμβέλεια, την αποτελεσματικότητα και τη ριζοσπαστικότητα των πραγματικών. οργανώσεών της.
Ο έλεγχος κάθε σφαίρας της παραγωγής ωστόσο δεν μπορεί να είναι αρμοδιότητα αποκλειστικά αυτών που εμπλέκονται σε αυτή. Τα οικολογικά κινήματα για παράδειγμα μπορούν να έχουν διαφορετικές απαιτήσεις για την υλική μορφή οργάνωσης της παραγωγής από αυτές που έχουν οι εργαζόμενοι και δεν είναι αυτονόητο ποιος έχει το δίκιο – το παράδειγμα πάλι της Χαλκιδικής είναι ενδεικτικό.
Αν θέλουμε να μιλάμε με όρους κινηματικών αιτημάτων και κοινωνικού ανταγωνισμού, δεν υπάρχει κανένα πολιτικά συνεκτικό πρόγραμμα χωρίς αντιφάσεις που μπορεί να τους ικανοποιήσει όλους. Θα χρειαστούμε λοιπόν δομές πραγματικής διαβούλευσης και συναίνεσης, μακρυά από τις σημερινές καρικατούρες – η εμπειρία των φόρουμ θα είναι εδώ πολύτιμη.
– Και ένα επιπλέον σημείο: μία τέτοια πολιτική κρίση είναι απολύτως αναμενόμενο, όποια και να είναι η μορφή της κυβέρνησης, να συνεχίσει να συνοδεύεται από ακραία φτώχεια. Τα κινήματα σήμερα διαθέτουν ήδη μία μικρή, αλλά υπαρκτή εμπειρία έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης και αντιμετώπισης της κοινωνικής κρίσης. Η εμπειρία αυτή και κυρίως οι ήδη υπαρκτές δομές (κουζίνες, ιατρεία, σχολεία, στέκια κοκ) μπορούν να αποτελέσουν αύριο εφαλτήριο για μαζικότερες διαδικασίες κοινωνικής αυτοοργάνωσης.
– Φανταστείτε για παράδειγμα μία οξεία πολιτική κρίση, μία κατάσταση ακυβερνησίας για παράδειγμα, όπου η κεντρική εξουσία παραλύει οικονομικά και αδυνατεί να οργανώσει τις στοιχειώδεις διαδικασίες για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, να πληρώσει τους δημόσιους υπαλλήλους κοκ. Τότε το καθήκον αυτό θα βρεθεί αντικειμενικά στα χέρια του κινήματος. Θα πρέπει για παράδειγμα να βάλουμε τα νοσοκομεία ή τα σχολεία να δουλέψουν, όταν το κράτος δεν θα μπορεί να πληρώσει μισθούς. Ή θα πρέπει να εξασφαλίσουμε τη διατροφή, τη διαμονή και άλλες στοιχειώδεις ανάγκες για πολύ κόσμο, επιστρατεύοντας δημόσιες, αλλά και ιδιωτικές υποδομές όπου υπάρχει ανάγκη.
Μία τέτοια κατάσταση, αν επιβιώσει έστω και για λίγο και αν αποδείξει ότι «εκεί που δεν μπορούν αυτοί, μπορούμε εμείς», δεν απέχει στην πραγματικότητα και πολύ από μία επανάσταση.
Συμπέρασμα…
– Στην πραγματικότητα, κανένα από τα παραπάνω ερωτήματα (τι πρέπει ή τι θα κάνουν τότε τα κινήματα) δεν μπορεί να απαντηθεί σήμερα. Εκείνο όμως που είναι χρήσιμο να σκεφτόμαστε από τώρα είναι τι πρέπει να κάνουμε εμείς σήμερα, δρώντας μέσα στα υπαρκτά κινήματα, έχοντας όμως στο μυαλό τα παραπάνω ζητήματα που θα κληθούμε ίσως να αντιμετωπίσουμε αύριο και που θα είναι ίσως καθοριστικά για το μέλλον.
Αυτό που προσπαθήσαμε να πούμε περίπου είναι το εξής: όποιο και να είναι το ερώτημα, η απάντηση είναι η πάλη. Το τι θα γίνει αύριο στην κοινωνία και την πολιτική, εξαρτάται από το τι θα κάνουμε σήμερα στα δεδομένα, υπαρκτά κινήματα που δουλεύουμε. Πώς θα στήσουμε τα εργατικά σωματεία στα πόδια τους, πώς θα βοηθήσουμε στην ένταξη των επισφαλών ή των ανέργων, πώς θα στηρίξουμε τις αυτόνομες κινηματικές δομές μας, τα στέκια, τις συνελεύσεις, τις πρωτοβουλίες μας, πώς θα εκπαιδευτούμε στην έμπρακτη αλληλεγγύη. Όσο κουραστικό ή αναποτελεσματικό ή λίγο και να είναι αυτό καμιά φορά, πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο.